Το καλοκαίρι του 1962 σε μια ψυχιατρική κλινική της Λειψίας, εμφανίστηκε μια ανατολικογερμανίδα ζητώντας βοήθεια επειδή δεν μπορούσε να ανοίξει τα σαγόνια της. Ανέφερε ότι πριν από λίγο καιρό είχε αφαιρέσει τον φρονιμίτη της. Αυτό όμως δεν εξηγούσε την κατάστασή της και ο ψυχίατρος που την εξέτασε χαρακτήρισε την περίπτωσή της «ανεξήγητη». Λίγους μήνες αργότερα η γυναίκα αυτοκτόνησε. Τη δεκαετία εκείνη ο γερμανός ψυχίατρος Ντίτφριντ Μίλερ-Χέγκεμαν, παρατηρώντας ότι υπήρχαν πολλοί ασθενείς του και μη οι οποίοι είχαν το κοινό γνώρισμα, ότι ζούσαν κοντά στο τείχος του Βερολίνου, μίλησε για το σύνδρομο «Mauerkrankheit» ή «ασθένεια των τειχών», για το οποίο εξέδωσε και βιβλίο το 1973. Ο Μίλερ-Χέγκεμαν υποστήριζε ότι είναι η ίδια η φυσική ύπαρξη των τειχών που αρρωσταίνει ψυχικά τους ανθρώπους που ζουν κοντά τους.

Σήμερα υπάρχουν παγκοσμίως τουλάχιστον 70 τείχη-σύνορα, γεγονός που έχει ωθήσει πολλούς ερευνητές να ασχοληθούν με το πώς επηρεάζουν τους ανθρώπους που ζουν κοντά σε αυτά. Το βασικό συμπέρασμα, σύμφωνα με σχετική ανάλυση στο αμερικανικό περιοδικό New Yorker, είναι ότι τα τείχη μπορεί να επηρεάσουν τους ανθρώπους με απρόβλεπτους τρόπους.

Η επιδημιολόγος Έιντιν Μακγκουάιρ από το Βασιλικό Πανεπιστήμιο του Μπέλφαστ αποφάσισε να εξετάσει κατά πόσο τα υποτιθέμενα «ειρηνικά σύνορα» στη Βόρεια Ιρλανδία -που δημιουργήθηκαν για να κρατήσουν σε απόσταση τους Ρωμαιοκαθολικούς από τους Προτεστάντες κατά την περίοδο των Ταραχών- διαδραματίζουν κάποιο ρόλο στην εμφάνιση συχνών προβλημάτων ψυχικής υγείας στον πληθυσμό.

Τα αποτελέσματα της μελέτης της στο περιοδικό Journal of Epidemiology and Community Health έδειξαν ότι όσοι ζούσαν κοντά στα τείχη είχαν 19% περισσότερες πιθανότητες να παίρνουν αντικαταθλιπτικά και 39% να παίρνουν αγχολυτικά.

O Τομπάιας Βογκτ, ο οποίος μελετά τη δημόσια υγεία στο Πανεπιστήμιο του Γκρόνινγκεν στην Ολλανδία, διερεύνησε την επίδραση που είχε η πτώση του τείχους του Βερολίνου στο προσδόκιμο ζωής. Τα αποτελέσματα της έρευνας που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό γεροντολογίας Gerontology το 2013, καταδεικνύουν ότι μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών το προσδόκιμο ζωής των γυναικών στην Ανατολική Γερμανία αυξήθηκε κατά τέσσερα χρόνια, ενώ των ανδρών κατά έξι χρόνια.

Ο ερευνητής τονίζει ότι δεν είναι πιθανώς η ίδια η απουσία του τείχους που αυξάνει το προσδόκιμο ζωής, αλλά η βελτίωση της υγειονομικής περίθαλψης, του βιοτικού επιπέδου, καθώς και ένα αίσθημα ελευθερίας που επικράτησε στους Ανατολικογερμανούς μετά την πτώση του τείχους και αφορούσε τις νέες προοπτικές και δυνατότητες για ταξίδια.

Παρόλα αυτά, έχει αποδειχθεί πως ακόμα και μετά την πτώση των τειχών των συνόρων, οι επιπτώσεις τους παραμένουν. Έτσι, μετά τη γερμανική επανένωση, σταδιακά το σύνδρομο «Mauerkrankheit» αντικαταστάθηκε από τους επιστήμονες από το σύνδρομο «Mauer in den Köpfen» ή «το τείχος στο κεφάλι». Δηλαδή, ακόμα και αν τα τείχη τελικά πέσουν, παραμένουν στη συνείδηση των ανθρώπων.