«Πολύ σκληρός για να πεθάνει» αποδεικνύεται ο νέος κορωνοϊός, καθώς φαίνεται ότι μπορεί να παραμείνει ζωντανός και μολυσματικός σε σταγονίδια στον αέρα για ώρες και σε επιφάνειες για ημέρες, σύμφωνα με νέα μελέτη που πραγματοποιήθηκε από επιστήμονες του Εθνικού Ινστιτούτου για τις Αλλεργίες και τις Μολυσματικές Ασθένειες (National Institute of Allergy and Infectious Diseases) των ΗΠΑ.

Οι ερευνητές επιχείρησαν να προσομοιώσουν το πώς ο ιός εναποτίθεται από ένα άτομο που έχει μολυνθεί σε επιφάνειες καθημερινής χρήσης, μέσω του βήχα ή της επαφής με αντικείμενα: χρησιμοποίησαν μια συσκευή ψεκασμού που θυμίζει τη διασπορά  μικροσκοπικών σωματιδίων κατά τον βήχα ή το φτέρνισμα και διερεύνησαν για πόσο χρονικό διάστημα ο ιός παρέμενε μολυσματικός σε αυτές τις επιφάνειες.

Οι δοκιμές έδειξαν πως ο ιός παραμένει «ενεργός» -δηλαδή ικανός να μολύνει άτομα- στον αέρα για τουλάχιστον τρεις ώρες. Από άποψης ημιζωής (τον χρόνο που χρειάζεται ώστε να πέσει η δυνατότητα μόλυνσης κατά 50%), οι ερευνητές διαπίστωσαν πως χρειάζονται περίπου 66 λεπτά ώστε τα μισά σωματίδια του ιού να χάσουν τη δυνατότητα να μολύνουν. Αυτό σημαίνει πως μετά από δύο ώρες και 12 λεπτά τα 3/4 των σωματιδίων του ιού θα είναι πρακτικά ανενεργά – μετά από ακόμη μία ώρα, το ποσοστό θα έχει μειωθεί στο 12,5%.

Σε επιφάνειες από πλαστικό και ανοξείδωτο ατσάλι οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι ο ιός μπορεί να ανιχνεύεται και να μολύνει ακόμη και μετά από τρεις ημέρες. Σε χαρτόνι ο ιός δεν ήταν βιώσιμος μετά από 24 ώρες, ενώ σε αντικείμενα από χαλκό χρειαζόταν μόλις τέσσερις ώρες για να καταστεί ανενεργός. Στο ανοξείδωτο ατσάλι η ημιζωή του ιού ήταν 5 ώρες και 38 λεπτά και στο πλαστικό 6 ώρες και 49 λεπτά, όπως ανέφεραν οι ερευνητές με επικεφαλής την επίκουρη καθηγήτρια Neeltje van Doremalen.

Ο χαμηλότερος χρόνος επιβίωσης ήταν στον χαλκό, όπου ιός γινόταν ανενεργός κατά 50% μέσα σε 46 λεπτά. Στο χαρτόνι η ημιζωή ήταν περίπου 3,5 ώρες, μα οι επιστήμονες είπαν πως υπάρχει μεγάλη μεταβλητότητα σε αυτά τα αποτελέσματα, «οπότε συστήνουμε προσοχή», όπως ανέφεραν.

Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο New England Journal of Medicine.