Στη δεκαετία του 1960, πριν από την απαιτούμενη πλέον αποκάλυψη σύγκρουσης συμφερόντων, η βιομηχανία ζάχαρης χρηματοδότησε έρευνα που «προωθούσε» τα λιπαρά ως σημαντική αιτία εμφάνισης στεφανιαίας νόσου και υποβάθμιζε τον ρόλο της ζάχαρης, σύμφωνα με μια ειδική έρευνα που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση JAMA Internal Medicine.
Μια μελέτη του 1967 στο New England Journal of Medicine καταδείκνυε το λίπος και τη χοληστερόλη, ως κύριους διατροφικούς ενόχους για τις καρδιακές παθήσεις, εξωραΐζοντας στοιχεία της δεκαετίας του 1950 που έδειχναν ότι η ζάχαρη έχει επίσης συνδεθεί με τις καρδιακές παθήσεις. Σύμφωνα με τη νέα έκθεση, η μελέτη που δημοσιεύθηκε στο NEJM χρηματοδοτήθηκε από το Ίδρυμα Ερευνών Ζάχαρης (Sugar Research Foundation, SRF), πρόγονο της Αμερικανικής Ένωσης Ζάχαρης, αν και ο ρόλος του δεν είχε αποκαλυφθεί εκείνη την περίοδο.
Στην έκθεση, η Laura A. Schmidt από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Σαν Φρανσίσκο και οι συνεργάτες της, επισημαίνουν ότι ο διατροφολόγος καθηγητής του Χάρβαρντ Δρ Mark Hegsted ήταν συν-επικεφαλής της πρώτης έρευνας του SRF από το 1965 έως το 1966. Η Schmidt και οι συνάδελφοι της, υποστηρίζουν ότι η επικοινωνία μεταξύ του SRF, του Hegsted και ενός άλλου καθηγητή, του Roger Adams που αποκαλύφθηκε από τα αρχεία του πανεπιστημίου του Ιλινόις και της Ιατρικής Βιβλιοθήκης του Χάρβαρντ, δείχνει ότι το SRF έθεσε τον στόχο της μελέτης, τη χρηματοδότησε και έλεγξε το χειρόγραφο.
«Νόμιζα ότι είχα δει τα πάντα, αλλά αυτό με ισοπέδωσε», δήλωσε η Marion Nestle από το πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, η οποία έγραψε το άρθρο στο JAMA Internal Medicine που συνόδευε τις αποκαλύψεις. «Η χρηματοδότηση της έρευνας είναι ηθική. Η δωροδοκία ερευνητών για να παράγουν τα στοιχεία που θέλεις, δεν είναι».
Οι ερευνητές εξέτασαν επίσης ομιλίες συμποσίων και ιστορικές αναφορές. Το 1954, ο Πρόεδρος του SRF Henry Haas έδωσε μια ομιλία υπογραμμίζοντας ότι η μείωση πρόσληψης λίπους από τους αμερικανούς μπορεί να οδηγήσει στην «ανάκτηση» αυτών των θερμίδων από υδατάνθρακες, αυξάνοντας την κατά κεφαλήν κατανάλωση ζάχαρης περισσότερο από το ένα τρίτο.
Η βιομηχανία κατηύθυνε τις έρευνες για τα λιπαρά
Το 1962, μια έκθεση για τη διατροφή Αμερικανικής Ιατρικής Ένωσης έδειξε ότι μια διατροφή με χαμηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά αλλά υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη, μπορεί να ενθαρρύνει την ανάπτυξη χοληστερόλης. Δύο χρόνια αργότερα, σύμφωνα με τη νέα έκθεση, ο αντιπρόεδρος του SRF Τζον Hickson πρότεινε να ξεκινήσει το Ίδρυμα ένα μεγάλο πρόγραμμα για την αντιμετώπιση της «αρνητικής στάσης απέναντι στη ζάχαρη».
Όλο και περισσότερο, οι επιδημιολογικές εκθέσεις πρότειναν ότι το σάκχαρο του αίματος, αντί της χοληστερόλης ή την υψηλή πίεση, ήταν καλύτερος προγνωστικός δείκτης για τη συσσώρευση αθηρωματικής πλάκας στις αρτηρίες. Δύο ημέρες αφότου η εφημερίδα New York Herald Tribune αφιέρωσε μια ολόκληρη σελίδα στη σχέση ζάχαρης και καρδιακής νόσου, τον Ιούλιο του 1965, το SRF ενέκρινε το «Project 226», μια αναθεωρητική μελέτη σχετικά με το μεταβολισμό της χοληστερόλης, της οποίας ηγήθηκε ο Hegsted και, μεταξύ άλλων, ο Fredrick Stare, ένας άλλος διατροφολόγος του Χάρβαρντ με οικονομικούς δεσμούς με τη βιομηχανία ζάχαρης. Οι συγγραφείς του «Project 226», έλαβαν τελικά $6.500 εκείνη την εποχή -$48.900 σε σημερινή αξία- από το SRF, όπως ανέφερε η έκθεση.
Εννέα μήνες αργότερα, όπως γράφουν η Schmidt και οι συνεργάτες της, ο Hegsted εξηγούσε ότι η μελέτη καθυστερούσε, καθώς αναγκαζόταν να την ξαναγράφουν συνεχώς για να αντικρούουν τα νέα στοιχεία που ερχόταν στη δημοσιότητα και συνέδεαν τη ζάχαρη με την καρδιακή νόσο.
Στις 2 Νοεμβρίου ο Hickson ενέκρινε το τελευταίο χειρόγραφο, σημειώνοντας ότι είναι «ακριβώς ό, τι είχαμε στο μυαλό μας». Η μελέτη που κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η μόνη αλλαγή στη διατροφή που είναι απαραίτητη για την πρόληψη της καρδιακής νόσου ήταν η μείωση της πρόσληψης λιπαρών, δημοσιεύθηκε στο NEJM τον επόμενο χρόνο, χωρίς να αναφέρεται η συμμετοχή ή η χρηματοδότηση από το SRF.