Περίπου 100.000 Έλληνες εκτιμάται ότι βρίσκονται αντιμέτωποι κάθε χρόνο με τη βαρύτατη επιπλοκή της σηψαιμίας ή σήψης στα νοσηλευτικά ιδρύματα της χώρας, με το 1/3 αυτών να χάνει τη μάχη με την ασθένεια.
Παρά την πρόοδο της σύγχρονης ιατρικής στα εμβόλια, τα αντιβιοτικά και την εντατική θεραπεία, η σήψη παραμένει η κύρια αιτία θανάτου από λοίμωξη με τη νοσοκομειακή θνητότητα να αγγίζει έως και το 60%. Άτομα άνω των 60 χρόνων, χρονίως πάσχοντες, ογκολογικοί ασθενείς, νεογνά και οι μητέρες τους αποτελούν τις ομάδες του πληθυσμού που στοχεύει ευκολότερα η σηψαιμία.
Τις επισημάνσεις αυτές έκαναν Έλληνες ειδικοί, με αφορμή τον σημερινό εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας Κατά της Σήψης (13η Σεπτεμβρίου κάθε έτους).
«Παγκοσμίως, η σήψη είναι μία από τις πιο κοινές θανατηφόρες ασθένειες και είναι επίσης μία από τις ελάχιστες παθήσεις που βάλλουν με την ίδια ένταση τόσο σε αναπτυσσόμενες όσο και σε αναπτυγμένες περιοχές», ανέφερε ο αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Ευάγγελος Ι. Γιαμαρέλλος-Μπουρμπούλης.
Η σήψη, αποκαλούμενη κοινώς και σηψαιμία, είναι μία επιπλοκή που προκαλείται από την υπερβάλλουσα και απειλητική για τη ζωή απάντηση του οργανισμού στις λοιμώξεις. Μπορεί να οδηγήσει σε βλάβη ιστών, ανεπάρκεια οργάνων και θάνατο, ωστόσο όπως επισήμαναν οι ειδικοί στα πρώτα στάδια η σήψη συχνά συγχέεται με άλλες παθήσεις και τα συμπτώματά της αγνοούνται.
«Στον αναπτυγμένο κόσμο, η συχνότητα εμφάνισης της σήψης αυξάνεται δραματικά, με ετήσιο ρυθμό της τάξης του 5-13% την τελευταία δεκαετία» τόνισε ο κ. Γιαμαρέλλος- Μπουρμπούλης, αναφέροντας ενδεικτικά πως η σήψη ευθύνεται για περισσότερους θανάτους από ότι ο καρκίνος του μαστού και του εντέρου.
Σύμφωνα με το Αμερικανικό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων ο αριθμός των νοσηλευόμενων με σήψη αυξήθηκε από 621.000 το 2000 σε 1.141.000 το 2008. Σύμφωνα με τα δεδομένα της Ελληνικής Ομάδας Μελέτης της Σήψης υπολογίζεται ότι στη χώρα μας 100.000 ασθενείς προσβάλλονται κάθε χρόνο. Από αυτούς 25-30% πεθαίνουν.
Δραματική είναι η κατάσταση στον αναπτυσσόμενο κόσμο όπου η σήψη ευθύνεται για 60-80% των θανάτων ετησίως και προσβάλλει περισσότερα από 6 εκατ. νεογνά και παιδιά και πάνω από 100.000 γυναίκες κατά τη διάρκεια της κύησης και του τοκετού.
«Οι ομάδες υψηλού κινδύνου περιλαμβάνουν ανθρώπους άνω των 60 ετών, άτομα που πάσχουν από χρόνιες νόσους ή/και υποβάλλονται σε χημειοθεραπεία, νεογνά και τις μητέρες τους και ανθρώπους που δεν έχουν εμβολιαστεί έναντι κοινών νοσημάτων όπως η γρίπη ή η πνευμονιοκοκκική πνευμονία», ανέφερε ο καθηγητής Εντατικής Θεραπείας του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Απόστολος Αρμαγανίδης, προσθέτοντας πως δυστυχώς η πλειονότητα αγνοεί ότι οι θάνατοι από λοιμώξεις, πχ από τον ιό της γρίπης H1N1 και από ελονοσία, προκαλούνται από τη σήψη.
Οι ειδικοί εκτιμούν πως οι βαριές επιπτώσεις της σήψης και το ποσοστό των θανάτων μπορεί να μειωθεί. Βασική προϋπόθεση είναι οι γιατροί να αναγνωρίζουν έγκαιρα τα πρώιμα συμπτώματα της σήψης, δηλαδή τη χαμηλή αρτηριακή πίεση, τις πολλές και γρήγορες αναπνοές και την «μπερδεμένη» ομιλία του ασθενούς. Παράλληλα, κρίνεται σημαντική η έμπρακτη στήριξη της πολιτείας στο σύστημα υγείας, με προσωπικό στα Τμήματα Επειγόντων Πειστατικών των νοσοκομείων αλλά και την αύξηση του αριθμού των κλινών Εντατικής Θεραπείας.
«Η Παγκόσμια Ημέρα κατά της Σήψης μας υπενθυμίζει ότι η σήψη αποτελεί το μόνο νόσημα στην Ιατρική για το οποίο δεν έχει καμιά θέση ο περιορισμός των οικονομικών δαπανών. Αποτελεί ένα νόσημα από το οποίο απόλυτα νέοι και υγιείς μπορούν να οδηγηθούν αιφνιδίως στο θάνατο», τόνισε ο κ. Γιαμαρέλλος-Μπουρμπούλης, ο οποίος είναι συντονιστής της Ελληνικής Ομάδας Μελέτης Σήψης μαζί με τον καθηγητή Παθολογίας της Ιατρικής Σχολής Πάτρας κ. Χαράλαμπο Γώγο.
Η Ελληνική Ομάδα Μελέτης της Σήψης δραστηριοποιείται από το Μάιο του 2006 και αποτελεί τη συνεργασία 85 κλινικών τόσο πανεπιστημιακών όσο και του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Σκοπός της Ομάδας είναι η συλλογή κλινικών στοιχείων από τους ασθενείς. Η ανάλυση αυτών των στοιχείων έχει επιτρέψει την έκδοση κατευθυντηρίων οδηγιών για τη διάγνωση και τη θεραπευτική αντιμετώπιση των ασθενών κατά τα έτη 2008, 2011 και 2014. Τα δελτία αυτά διανεμήθηκαν δωρεάν σε όλα τα Νοσοκομεία της χώρας. Παράλληλα η Ομάδα έχει μέχρι σήμερα δημοσιεύσει 25 εργασίες σε περιοδικά του διεθνούς ιατρικού τύπου με υψηλό δείκτη απήχησης.