Για όσους φοβούνται ότι βρίσκονται στο έλεος μιας σοβαρής ασθένειας, υπάρχει μια νέα τακτική για να βελτιώσει σημαντικά τις πιθανότητές τους να γίνουν καλά: να είναι πολύ ευγενικοί με τον γιατρό τους!
Σε αντίθεση με ό, τι συνηθίζεται στη χώρα μας, οι φωνές και οι εντάσεις δεν βοηθούν στη διάγνωση: Μια μελέτη διαπίστωσε ότι η πιθανότητα να γίνει λάθος διάγνωση αυξάνει δραματικά όταν ένας γιατρός αντιμετωπίζει έναν «δύσκολο» ασθενή, ο οποίος εμποδίζει τις προσπάθειες του γιατρού με το να είναι επιθετικός ή να αμφισβητεί τις ικανότητές του.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι πιθανότητες λανθασμένης διάγνωσης αυξήθηκαν κατά 42% όταν μια ομάδα των παθολόγων ήρθε αντιμέτωπη με έναν εριστικό ασθενή που παρουσίαζε μια σειρά πολύπλοκων συμπτωμάτων, σε αντίθεση με έναν ευγενικό με τα ίδια συμπτώματα.
Ο κίνδυνος λανθασμένης διάγνωσης μειώθηκε σε μόλις έξι τοις εκατό όταν οι περιπτώσεις ήταν πιο απλές. Όμως οι ερευνητές δήλωσαν ότι τα ευρήματά τους ήταν τόσο έντονα που οι γιατροί θα πρέπει να εκπαιδευτούν ώστε να αγνοούν τα συναισθήματά τους όταν ασχολούνται με ενοχλητικούς ασθενείς ώστε να αποφεύγουν λάθος διαγνώσεις.
Η ολλανδική έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο British Medical Journal, βασίστηκε σε γραπτές μελέτες, αλλά οι συντάκτες της δήλωσαν ότι ήταν πιθανό η διαφορά να ήταν ακόμη μεγαλύτερη αν οι γιατροί αντιμετώπιζαν τους ασθενείς στην πραγματική ζωή και προειδοποίησαν τους γιατρούς ότι δεν μπορούν πλέον να βασίζονται στην ιδέα ότι η αποφάσεις για τους ασθενείς τους δεν επηρεάζονται από τα συναισθήματά τους.
Η Δρ Silvia Memede, από το Ιατρικό Κέντρο Erasmus στο Ρότερνταμ, η οποία ηγήθηκε της μελέτης, δήλωσε: «Πολλοί γιατροί έχουν δει το ενδιαφέρον τους να μετατρέπεται σε ανυπομονησία από ασθενείς που τους επισκέπτονταν τακτικά με αόριστα παράπονα, επαναλαμβανόμενες διακοπές κατά τη διάρκεια της εξέτασης ή επιμονή για περιττές εξετάσεις. Οι περισσότεροι γιατροί, ωστόσο, τείνουν να αρνούνται ότι αυτά τα συναισθήματα επηρεάζουν τις αποφάσεις τους … Το γεγονός είναι ότι οι δύσκολοι ασθενείς προκαλούν αντιδράσεις που μπορεί να επηρεάζουν τη λογική, τις αποφάσεις και να οδηγούν σε λάθη».
Οι ερευνητές εξέτασαν μια ομάδα 63 γιατρών στο τελευταίο έτος της εκπαίδευσης, όπως GPS, παρουσιάζοντας μια σειρά από έξι γραπτές περιγραφές ασθενών με συμπτώματα που έδειχναν ξεκάθαρα από πνευμονία έως φλεγμονή του παγκρέατος λόγω αλκοολισμού. Δύο εκδόσεις κάθε περιγραφής δημιουργήθηκαν – μία που περιγραφόταν ένας «ουδέτερος» ασθενής και μία άλλη που καθιστούσε σαφές ότι ο ασθενής ήταν «δύσκολος».
Όταν οι παθολόγοι κλήθηκαν να κάνουν διάγνωση με βάση τις περιγραφές και ενώ ήταν υπό την πίεση του χρόνου, βρέθηκε ότι είναι πάντα πιο πιθανό να κάνουν λάθος διάγνωση στον δύσκολο ασθενή, ιδιαίτερα σε περίπλοκες υποθέσεις όπως η σκωληκοειδίτιδα ή μια διαταραχή του θυρεοειδούς. Είναι σημαντικό ότι, περαιτέρω εξετάσεις αποκάλυψαν ότι τα ευρήματα ισχύουν ακόμη και όταν υπήρχε διαθέσιμος επιπλέον χρόνος, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι γιατροί δεν προσπαθούσαν συνειδητά να απεμπλακούν από τους πιο ενοχλητικούς ασθενείς.
Μια δεύτερη μελέτη από τους ίδιους ερευνητές υποστηρίζει ότι το πρόβλημα μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι οι γιατροί, όπως όλοι οι άνθρωποι, έχουν ένα πεπερασμένο ποσό πνευματικής ενέργειας που μπορούν να χρησιμοποιήσουν σε μια οποιαδήποτε εργασία: Όταν ένα σημαντικό μέρος της πνευματικής ενέργειας αφιερώνεται στην αντιμετώπιση των εμποδίων που βάζει ένας ασθενής, είναι πιθανό να μην γίνεται σωστά η επεξεργασία των κλινικών πληροφοριών.
Οι ερευνητές αναγνώρισαν ότι η μεθοδολογία της μελέτης ήταν πολύ μακριά από τον κανονικό τρόπο που ένας γιατρός αλληλεπιδρά με έναν ασθενή στο ιατρείο. Όμως υποστήριξαν ότι η πίεση της πραγματικής ζωής σημαίνει ότι, αν μη τι άλλο, τα ποσοστά λανθασμένων διαγνώσεων θα είναι υψηλότερο.