Ποιες είναι και η εφαρμογή τους στο κάτω άκρο και συγκεκριμένα στο ισχίο και το κότσι.
Η σύγχρονη χειρουργική θεμελιώθηκε στα μισά του 18ου αιώνα από τον Hunter. Αν κάποιος, επιχειρήσει μια αναδρομή στις χειρουργικές τεχνικές που εξελίχθηκαν από την εποχή εκείνη, θα διαπιστώσει ότι υπάρχει μια αέναη προσπάθεια να ελαχιστοποιηθεί η κάκωση που ο χειρουργός στην προσπάθεια του να θεραπεύσει, αναπόφευκτα θα επιφέρει στους ιστούς του ανθρώπινου σώματος.
Αυτή λοιπόν είναι και η θεωρητική βάση της ελάχιστα επεμβατικής χειρουργικής. Τρανό παράδειγμα, η κυστεοσκόπηση που με την σειρά της, γέννησε την λαπαροσκόπηση και την αρθροσκόπηση. Επεμβάσεις, που είναι τόσο διαδεδομένες, σε βαθμό που μας είναι δύσκολο να φανταστούμε, πως η ίδια επέμβαση γινόταν κάποτε με διαφορετικό τρόπο.
Στην ορθοπεδική συγκεκριμένα, τα τελευταία χρόνια η ανάπτυξη, νέων ελάχιστα επεμβατικών τεχνικών, έχει ανοίξει νέους δρόμους στην αντιμετώπιση πολλών παθήσεων. Αν και στο παρελθόν, οι παθήσεις αυτές αντιμετωπίζονταν με επιτυχία, το γεγονός ότι απαιτούσαν μεγάλη περίοδο αποκατάστασης ή είχαν πολύ επώδυνη μετεγχειρητική περίοδο, έκανε τους ασθενείς διστακτικούς να τις αντιμετωπίσουν και μετέθεταν το πρόβλημα στο αόριστο μέλλον υποβιβάζοντας αναπόφευκτα την ποιότητα ζωής τους.
Τα τελευταία δέκα χρόνια, η πρόσθια ελάχιστη επεμβατική προσπέλαση στο ισχίο (AMIS), έχει δώσει την δυνατότητα να μπορούμε να πραγματοποιήσουμε ολική αρθροπλαστική στο οστεοαρθριτικό ισχίο, αξιοποιώντας όλα τα πλεονεκτήματα μιας ελάχιστα επεμβατικής τεχνικής.
Ο χρόνος παραμονής στο νοσοκομείο μειώνεται στις 3 με 4 ημέρες και ο ασθενής κινητοποιείται από το πρώτο 24ωρο. Ο μετεγχειρητικός πόνος είναι ελάχιστος και το γεγονός ότι, τα προθέματα της αρθροπλαστικής μπορούν να τοποθετηθούν χωρίς να κόψουμε κάποιους μύες, επιτρέπει στον ασθενή να επανέλθει στις καθημερινές του δραστηριότητες σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, χωρίς ιδιαίτερους περιορισμούς. Παράλληλα, η δυνατότητα χρήσης ακτινοσκοπικού μηχανήματος, κατά την διάρκεια της επέμβασης, εξασφαλίζει την τοποθέτηση των υλικών με ακρίβεια. Έτσι πετυχαίνουμε την μέγιστη διάρκεια ζωής τους.
Αντίστοιχο πρόβλημα παρουσίαζαν οι επώδυνες παραμορφώσεις του ποδιού, από τις οποίες οι πιο γνωστές είναι το κότσι και οι σφυροδακτυλίες.
Με την χρήση της ελάχιστα επεμβατικής χειρουργικής, που είναι πιο γνωστή ως διαδερμική, μπορούμε από μικρές οπές της τάξης των 2 – 3 χιλιοστών να διορθώσουμε αποτελεσματικά το πρόβλημα. Ο ασθενής δεν χρειάζεται να παραμείνει καν στην κλινική για να πάρει κάποιο ενδοφλέβιο παυσίπονο, καθώς η μετεγχειρητική περίοδος είναι τέτοια που στις περισσότερες περιπτώσεις δεν χρειάζεται ούτε παυσίπονο από το στόμα. Μετά την επέμβαση, η κινητοποίηση είναι άμεση, χωρίς την ανάγκη μπαστουνιού ή άλλου βοηθήματος. Το μόνο που χρειάζεται για το πρώτο διάστημα λίγων εβδομάδων, είναι η εφαρμογή ενός μετεγχειρητικού παπουτσιού για το μπανταρισμένο πόδι.
Όλα αυτά βέβαια γίνονται εφικτά, χάρη σε νέες τεχνολογίες και εργαλεία, τα οποία μας επιτρέπουν να πραγματοποιούμε τις επεμβάσεις σε μικρότερο ανατομικό χώρο, χωρίς όμως να κάνουμε εκπτώσεις στην ακρίβεια των χειρισμών μας.
Βλέπουμε λοιπόν, πως με μικρά σταθερά βήματα, οι νέες τεχνικές, εκμεταλλευόμενες τις δυνατότητες της ιατρικής τεχνολογίας, μας επιτρέπουν να βρούμε λύσεις σε προβλήματα που παλιότερα φάνταζαν άλυτα, και που έκαναν τους ασθενείς επιφυλακτικούς να ζητήσουν ιατρική βοήθεια.