Όλο και περισσότεροι άνθρωποι στρέφονται στη διαλειμματική νηστεία –όπου για κάποιες ώρες απαγορεύεται κάθε κατανάλωση τροφής- για να χάσουν βάρος, όμως υπάρχει αρκετή συζήτηση για το αν τελικά αυτή η μέθοδος δίαιτας είναι όντως αποτελεσματική.
Σε μια νέα κλινική δοκιμή, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι ένας τύπος διαλειμματικής νηστείας βοήθησε υπέρβαρους και οι παχύσαρκους ενήλικες να χάσουν βάρος μέσα σε 12 εβδομάδες. Αλλά δεν τα πήγαν καλύτερα από μια ομάδα ελέγχου που έτρωγε όποτε ήθελε.
Τα ευρήματα έρχονται σε αντίθεση με ορισμένες πρόσφατες μελέτες που υποδηλώνουν ότι οι δίαιτες αυτές είναι αποτελεσματικές και οι ερευνητές είπαν ότι αυτή η έρευνα δεν θα είναι η τελευταία λέξη για τα αποτελέσματα της διαλειμματικής νηστείας.
Καταρχάς, πολλοί βρίσκουν τη αυτή δίαιτα εύκολη στο να την ακολουθούν, σύμφωνα με την Krista Varady, καθηγήτρια διατροφής στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόις στο Σικάγο. Αυτό είναι ένα πλεονέκτημα, όπως είπε, καθώς η απώλεια βάρους απαιτεί αλλαγές στον τρόπο ζωής που μπορούμε να ακολουθούμε επί μακρόν.
Η αρχή πίσω από τον χρονικό περιορισμό του φαγητού είναι απλή: Οι άνθρωποι δεν χρειάζεται να αλλάξουν το τι τρώνε, αλλά απλώς περιορίζονται να το τρώνε μεταξύ συγκεκριμένων ωρών.
«Υπάρχει ένας φυσικός περιορισμός κατανάλωσης θερμίδων που συμβαίνει απλώς βλέποντας το ρολόι», είπε η Δρ Varady: «Αρέσει στον κόσμο γιατί είναι απλή δίαιτα. Δεν υπάρχει μέτρηση θερμίδων και δεν χρειάζεται να αγοράσεις ειδικά τρόφιμα».
Αλλά το να σου αρέσει κάτι δεν σημαίνει ότι είναι και αποτελεσματικό: Και παρά τη δημοτικότητα της διαλειμματικής νηστείας, μόλις πρόσφατα άρχισαν έρευνες για την αποτελεσματικότητά τους.
Η νέα έρευνα, που δημοσιεύτηκε στο JAMA Internal Medicine, είναι η πιο πρόσφατη: Οι ερευνητές ανέθεσαν τυχαία σε 116 υπέρβαρους ή παχύσαρκους ενήλικες είτε να ακολουθήσουν διαλειμματική βηστεία για 12 εβδομάδες είτε να διατηρήσουν τις διατροφικές τους συνήθειες. Η ομάδα που έκανε διαλειμματική νηστεία έπρεπε να τρώει μόνο μεταξύ 12 μ.μ. και 8 μ.μ.
Όσοι έκαναν διαλειμματική νηστεία έχασαν περίπου δύο κιλά, κατά μέσο όρο. Αλλά και όσοι ακολούθησαν τη συνήθη διατροφική ρουτίνα τους έχασαν επίσης λίγο βάρος – πράγμα που σήμαινε ότι δεν υπήρχε στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Δρ Ethan Weiss του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Σαν Φρανσίσκο, αναγνώρισαν ότι τα ευρήματά τους έρχονται σε αντίθεση με κάποιες προηγούμενες έρευνες. Ένας πιθανός λόγος, όπως εικάζουν, είναι ότι το χρονικό διάστημα των 8 ωρών για φαγητό δεν ήταν «βέλτιστο».
Σε έρευνα της Δρ Varady, δοκιμάστηκαν διαστήματα 4 και 6 ωρών – και τα δύο ήταν εξίσου αποτελεσματικά για την απώλεια βάρους.
Η Δρ Jennifer Bruning εκπρόσωπος της Ακαδημίας Διατροφής και Διαιτολογίας δεν έμεινε έκπληκτη από τα αποτελέσματα: «Απλώς λέγοντας στους ανθρώπους να τρώνε από το μεσημέρι μέχρις τις οκτώ το βράδυ – χωρίς έλεγχο των μερίδων ή άλλες συμβουλές για τη διατροφή μπορεί να μην είναι ο καλύτερος τρόπος για απώλεια βάρους», δήλωσε.