Φαίνεται ότι υπάρχει μόνο μικρή πιθανότητα εμφάνισης ψύχωσης από τη χρήση κάνναβης, σύμφωνα με μια μετα-ανάλυση προηγούμενων ερευνών. Μετά από ανασκόπηση των ερευνών που υπάρχουν, ο Ian Hamilton, λέκτορας ψυχικής υγείας στο Πανεπιστήμιο του Γιορκ, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η διακοπή της χρήσης από τους ανθρώπους που χρησιμοποιούν την ουσία θα έχει σχετικά χαμηλή επίδραση στην ψυχική υγεία τους.
«Η σχέση μεταξύ κάνναβης και ψύχωσης έχει ερευνηθεί από ερευνητές από τότε που η χρήση της ουσίας έγινε δημοφιλής τη δεκαετία του 1960», δήλωσε ο κ. Hamilton. «Μια νέα ανασκόπηση των ερευνών που διεξήχθησαν έκτοτε, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι σε πληθυσμιακό επίπεδο, ο αυξημένος κίνδυνος είναι ελάχιστος και οι ευπάθεια στην ουσία σχετικά σπάνια».
«Για να το θέσουμε αυτό με κάποια προοπτική, θα χρειαζόταν να σταματήσουν 23.000 άνθρωποι να χρησιμοποιούν κάνναβη, για να αποτραπεί μια περίπτωση ψύχωσης», εξήγησε ο Hamilton.
Ωστόσο, ο κ. Hamilton τόνισε ότι υπάρχουν «επιφυλάξεις» για αυτή τη συνολική εικόνα. «Οι περισσότερες από τις σημαντικότερες μελέτες σχετικά με αυτήν τη σχέση διεξήχθησαν όταν οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν μικρότερης δραστικότητας κάνναβη», δήλωσε. «Λίγες μελέτες έχουν διεξαχθεί από την εμφάνιση υψηλότερης δραστικότητας κάνναβης, που μερικές φορές αναφέρεται ως skunk».
«Η υψηλότερης δραστικότητας κάνναβη περιέχει λιγότερη κανναβιδιόλη (CBD), η οποία πιστεύεται ότι προσφέρει κάποια προστασία από την εμφάνιση προβλημάτων, όπως η ψύχωση, αλλά υψηλότερα επίπεδα τετραϋδροκανναβινόλης (THC) η οποία μπορεί να προκαλέσει ψύχωση».
Προειδοποίησε επίσης ότι όσοι κάνουν τακτική και «βαριά» χρήση της ουσία, είχαν περισσότερες πιθανότητες να παρουσιάσουν προβλήματα ψυχικής υγείας. «Αυτό που είναι σαφές από όλες τις έρευνες, είναι ότι όσο περισσότερη κάνναβη χρησιμοποιεί κάποιος τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος ανάπτυξης ψύχωσης», σημείωσε ο κ. Hamilton.
«Γνωρίζουμε ότι το 9% των χρηστών καταναλώνει το 73% της συνολικής ποσότητας κάνναβης που κυκλοφορεί. Όσο για εκείνους που έχουν σχιζοφρένεια, η κάνναβη επιδείνωσε τα συμπτώματά τους». Η κάνναβη θα μπορούσε να ελέγχεται, ώστε να εισαχθεί κάποιο μέτρο «ποιοτικού ελέγχου», πρότεινε ο Hamilton: «Αυτό θα παρείχε στους χρήστες πληροφορίες για τη δύναμη της προσφερόμενης κάνναβης, κάτι που συνήθως ανακαλύπτουν μόνο μετά την έκθεση στην ουσία, στην τρέχουσα μη ρυθμιζόμενη αγορά».
Ο «μεγαλύτερος κίνδυνος» από τη χρήση κάνναβης βρίσκεται στον καπνό που χρησιμοποιείται μαζί της, για να καπνίζεται. Αντιθέτως, στις ΗΠΑ οι άνθρωποι τείνουν να χρησιμοποιούν την κάνναβη μόνη της.
«Για πολλούς νέους, η εισαγωγή τους κάπνισμα γίνεται μέσω της χρήσης κάνναβης που αυξάνει την πιθανότητα εξάρτησης από τη νικοτίνη και τα καπνικά προϊόντα», υποστηρίζει ο κ. Χάμιλτον.