H τηλεόραση κυριάρχησε ως μέσο μαζικής επικοινωνίας στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα και όχι άδικα: βασιστήκαμε πάνω της για την ενημέρωσή μας για το τι συμβαίνει στον κόσμο, για να παρακολουθήσουμε ζωντανά αθλητικά γεγονότα, για να διασκεδάσουμε και να ψυχαγωγηθούμε με κινηματογραφικές ταινίες και τηλεοπτικές σειρές. Όμως, όσο περνούν τα χρόνια, τόσο συνειδητοποιούμε τις αρνητικές επιδράσεις που μπορεί να έχει στην υγεία μας, αν δεν την κλείνουμε που και που.
Πέρα από τη σύνδεσή της με την παχυσαρκία, την έλλειψη άσκησης και την καθιστική ζωή, μια νέα μελέτη υποστηρίζει ότι η πολύωρη παρακολούθηση τηλεόρασης προκαλεί διατάραξη των πνευματικών μας ικανοτήτων.
Ερευνητές από τα πανεπιστήμια της Καλιφόρνια και του Σαν Φρανσίσκο μελέτησαν τη σχέση μεταξύ παρακολούθησης τηλεόρασης και της νοητικής λειτουργίας. Τα αποτελέσματα, που δημοσιεύθηκαν στην επιθεώρηση JAMA Psychaiatry, έδειξαν ότι όσο περισσότερη ώρα οι άνθρωποι στέκονται απέναντι από τη μικρή οθόνη, τόσο χειρότερα αποτελέσματα έχουν σε μια σειρά από τεστ νοημοσύνης.
Η μελέτη εξέτασε 3.247 ενήλικες, ηλικίας μεταξύ 18 και 30 χρόνων, με τους συμμετέχοντες να κατηγοριοποιούνται ανάλογα με το πόσο τηλεόραση παρακολουθούν κατά μέσο όρο. Στη συνέχεια οι εθελοντές εξετάστηκαν για την ταχύτητα της νοητικής και λεκτικής τους λειτουργίας. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι όσοι παρακολουθούσαν τις περισσότερες ώρες τηλεόρασης είχαν διπλάσιες πιθανότητες να έχουν χαμηλές νοητικές επιδόσεις.
Η πολύωρη τηλεθέαση και η χαμηλή φυσική δραστηριότητα στην πρώιμη ενήλικη ζωή συνδέθηκαν με χειρότερες νοητικές επιδόσεις στη μέση ηλικία. Είναι μία από τις πρώτες μελέτες που έρχεται να αποδείξει ότι η πολύ τηλεόραση επισπεύδει τη γνωστική γήρανση, ακόμη και πριν από τη μέση ηλικία.
«Το χαμηλό επίπεδο σωματικής δραστηριότητας και η πολύωρη παρακολούθηση τηλεόρασης κατά τη διάρκεια της πρώιμης ενήλικης ζωής, συσχετίστηκαν με χειρότερη γνωστική απόδοση στη μέση ηλικία», αναφέρει η έκθεση. «Συγκεκριμένα, οι συμπεριφορές αυτές συνδέθηκαν με πιο αργή ταχύτητα επεξεργασίας και χειρότερης εκτελεστικής λειτουργίας, αλλά όχι με τη λεκτική μνήμη. Οι συμμετέχοντες με τα λιγότερο ενεργά πρότυπα συμπεριφοράς, ήταν πιο πιθανό να έχουν κακή νοητική λειτουργία».