Ορισμένα τεστ για τον νέο κορωνοϊό SARS-CoV-2, ο οποίος προκαλεί τη νόσο Covid-19, μπορεί να δίνουν ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα σε ποσοστό 20% ή και περισσότερο, σύμφωνα με μια μελέτη αναθεώρησης στο Annals of Internal Medicine.
Ανάλογα με τον τύπο του τεστ και τη στιγμή που πραγματοποιείται ο έλεγχος, ένα τεστ ενδέχεται να υποδεικνύει εσφαλμένα ότι το αποτέλεσμα είναι αρνητικό, όταν στην πραγματικότητα ο ασθενής έχει λοίμωξη από τον νέο κορωνοϊό, δήλωσε οι συγγραφείς της μελέτης από το Johns Hopkins Medicine.
«Εάν η κλινική υποψία είναι υψηλή, η λοίμωξη δεν πρέπει να αποκλειστεί βάσει μόνο του τεστ», έγραψαν: «Η κλινική και επιδημιολογική κατάσταση πρέπει να εξετάζεται προσεκτικά σε αυτές τις περιπτώσεις».
Η ερευνητική ομάδα ανέλυσε επτά μελέτες με 1.330 δείγματα τεστ αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης με αντίστροφη μεταγραφή (RT-PCR). Αυτά τα τεστ χρησιμοποιούνται συνήθως για να «αποκλείσουν» τη μόλυνση μεταξύ ατόμων υψηλού κινδύνου, όπως οι εργαζόμενοι στην υγειονομική περίθαλψη ή οι νοσοκομειακοί ασθενείς που ενδέχεται να έχουν εκτεθεί στον κορωνοϊό.
Οι δοκιμές RT-PCR χρησιμοποιούνται συχνά για τους εργαζομένους στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης για να επιστρέψουν στην εργασία τους μετά από μόλυνση, επειδή δεν είναι εφικτή η απομόνωση 14 ημερών.
Τα αποτελέσματα της μελέτης δημοσιεύθηκαν στο Medical News Today. Σύμφωνα με την επιστημονική ανασκόπηση, η πιθανότητα ψευδώς αρνητικού αποτελέσματος είναι υψηλότερη κατά τις πρώτες ημέρες της μόλυνσης, προτού αρχίσουν τα συμπτώματα -συνήθως την 5η ημέρα- έγραψαν οι ερευνητές. Την ημέρα της έναρξης των συμπτωμάτων, το ψευδώς αρνητικό ποσοστό είναι περίπου 38% και μειώνεται σε 20% την τρίτη ημέρα μετά την έναρξη των συμπτωμάτων. Η τρίτη ημέρα των συμπτωμάτων είναι πιθανότατα η καλύτερη ημέρα για τη χρήση τεστ RT-PCR, έγραψαν.
Μετά από αυτό το διάστημα, το ψευδώς αρνητικό ποσοστό αυξάνεται ξανά. Περίπου τρεις εβδομάδες μετά τη μόλυνση, το ψευδώς αρνητικό ποσοστό θα μπορούσε να κυμαίνεται μεταξύ 54% και 77%, σύμφωνα με όσα έγραψαν οι ερευνητές στη μελέτη τους.