Το εμβόλιο της AstraZeneca, το οποίο αρχικά διατίθετο μόνο για άτομα κάτω των 65 ετών, θα παρέχεται πλέον και στους μεγαλύτερους στη χώρα μας, όπως αποφάσισαν και άλλες χώρες της Ε.Ε. Η Πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών Μαρία Θεοδωρίδου εξήγησε πώς πάρθηκε αυτή η απόφαση:
«Στο τέλος Ιανουαρίου, ο Εθνικός Ευρωπαϊκός Οργανισμός στη συνεδρίασή του αξιολόγησε το εμβόλιο της AstraZeneca, το εμβόλιο της Οξφόρδης, το ενέκρινε με τη σύσταση δε, να γίνεται σε άτομα ηλικίας από 18 ετών και πάνω.
»Με την προοπτική ότι το εμβόλιο αυτό θα διατίθετο και στη χώρα μας, και μάλιστα σύντομα, λίγες μέρες αργότερα, στις αρχές Φεβρουαρίου, η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών συνεδρίασε με στόχο να εξετάσει όλα τα δεδομένα που αφορούν στο εμβόλιο.
»Ο έλεγχος των δεδομένων ήταν λεπτομερής και εμπεριστατωμένος, με στόχο την εξέταση όλων των στοιχείων σχετικά με την ασφάλεια του εμβολίου, την ανοσογονικότητα και την αποτελεσματικότητά του. Σύμφωνα, λοιπόν, με όσα υπήρχαν από τη βάση των μελετών σχετικά με το εμβόλιο, το εμβόλιο είναι ασφαλές, ανοσογόνο και αποτελεσματικό.
»Το εμβόλιο κυρίως, αυτό είναι που πρέπει να συγκρατήσουμε και είναι το πιο σημαντικό, προστατεύει έναντι της σοβαρής νόσου όλους τους εμβολιαζόμενους και επιπλέον βοηθάει στο να μειωθούν οι εισαγωγές στα Νοσοκομεία. Είναι σε σημαντικό βαθμό προστατευτικό και για την ήπια νόσο, ενώ δημιουργεί αντισώματα και διεγείρει την κυτταρική ανοσία, μειώνοντας σε κάποιο βαθμό και την ιοφορία, δηλαδή την διασπορά του ιού από τον εμβολιαζόμενο.
»Αναφορικά όμως με την προστασία για τη σοβαρή και ήπια νόσο, εκείνο που διαπιστώθηκε ήταν ότι οι μελέτες περιλάμβαναν μικρό αριθμό ατόμων ηλικίας μεγαλύτερης των 65 ετών, γεγονός το οποίο αποδυνάμωνε την επιστημονική τεκμηρίωση της αποτελεσματικότητας του εμβολίου.
»Με βάση, λοιπόν, αυτό το δεδομένο και η Επιτροπή των εμβολίων της χώρας μας, όπως έγινε και με τις εθνικές Επιτροπές άλλων χωρών, αποφάσισε την χορήγηση του εμβολίου της AstraZeneca από την ηλικία των 18 ετών μέχρι και την ηλικία των 64 ετών, διατυπώνοντας όμως από την πρώτη στιγμή τη θέση, ότι οι συστάσεις αυτές μπορούν να τροποποιηθούν ανάλογα με τα επιστημονικά δεδομένα που αναμένονται από τις μελέτες.
»Σήμερα, λοιπόν, ένα μήνα μετά από αυτήν την τοποθέτηση, έχουν ήδη δημοσιευτεί με τον τύπο της προδημοσίευσης, τρεις μελέτες που αφορούν σε μεγάλους πληθυσμούς σχετικά με την αποτελεσματικότητα του εμβολίου της AstraZeneca σε άτομα ηλικιωμένα, δηλαδή στις ομάδες εκείνες που οι αρχικές μελέτες ήταν μειονεκτικές, εντός παρενθέσεως, διότι εξαρχής δεν είχαν μπει τα άτομα μεγάλης ηλικίας στην μελέτη.
»Η πρώτη μελέτη προέρχεται από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου από τη Σκωτία, αφορά σε ένα πληθυσμό περίπου 5,5 εκατομμύρια και αυτό το οποίο διαπίστωσαν είναι ότι με τη χορήγηση μίας δόσεως του εμβολίου, του εμβολίου και της AstraZeneca και της Pfizer, μετά από ένα διάστημα 28-35 ημερών, που θεωρείται ότι είναι ένα διάστημα που έχουν παραχθεί ικανοποιητικά ποσά αντισωμάτων, μειώθηκαν κατά 85% οι εισαγωγές στα Νοσοκομεία με το εμβόλιο της Pfizer και κατά 94% οι εισαγωγές από το εμβόλιο της AstraZeneca. Το συμπέρασμα έτσι με λίγα λόγια, είναι ότι με μία δόση εμβολίου επετεύχθη η μείωση των εισαγωγών με τη νόσο COVID στα νοσοκομεία.
»Η δεύτερη μελέτη στην οποία θα αναφερθώ συνοπτικά, είναι ίσως η μεγαλύτερη από πλευράς αριθμού, προέρχεται από το Ηνωμένο Βασίλειο, αφορά σε 7,5 εκατομμύρια πληθυσμό και τα ιδρύματα τα οποία είναι υπεύθυνα για την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων είναι εγνωσμένου κύρους, είναι η Σχολή Δημόσιας Υγείας του Λονδίνου και άλλων πόλεων της Μεγάλης Βρετανίας.
»Και σε αυτή την περίπτωση, έχει ελεγχθεί η αποτελεσματικότητα του εμβολίου σε άτομα ηλικίας άνω των 70 ετών. Σε συνδυασμό με την αποτελεσματικότητα της συμπτωματικής νόσου, φαίνεται ότι με μία δόση εμβολίου, όπως και στην προηγούμενη μελέτη, μειώνεται ο κίνδυνος και από τα δύο εμβόλια κατά 80%.
»Με τα νέα, λοιπόν, δεδομένα, που επιγραμματικά ανέφερα από δύο μεγάλες μελέτες, η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών επικαιροποιεί τις συστάσεις στη χώρα μας, έτσι ώστε το εμβόλιο της AstraZeneca, το εμβόλιο της Οξφόρδης να χορηγείται σε όλες τις ηλικίες και άνω των 65 ετών».