Η επιτυχία της καρδιοανπνευστικής αναζωογόνησης (ΚΑΡΠΑ ή CPR στα αγγλικά) είναι υπερτιμημένη σε μεγάλο βαθμό, σύμφωνα με νέα μελέτη.
Όχι μόνο το ευρύ κοινό θεωρεί την ΚΑΡΠΑ πιο αποτελεσματική από ό, τι είναι στην πραγματικότητα, αλλά τείνουν να αγνοούν και τις αρνητικές επιπτώσεις που μπορεί να έχει, ανέφεραν οι ερευνητές. Οι γιατροί θα πρέπει να συζητήσουν το ποσοστό επιτυχίας, τα οφέλη και τους κινδύνους της ΚΑΡΠΑ με τους ασθενείς και τους αγαπημένους τους, όπως πρότειναν οι συγγραφείς της μελέτης.
Η καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση είναι μια πρακτική έκτακτης ανάγκης για κάποιον του οποίου η καρδιά έχει σταματήσει να λειτουργεί ή δεν αναπνέει πλέον – αυτό που κάποτε ήταν γνωστό ως «τεχνητή αναπνοή».
Οι γιατροί συχνά μιλούν στους ασθενείς ή τις οικογένειές τους για τη φροντίδα στο τέλος του κύκλου ζωής τους και τη διαδικασία ανάνηψης. Οι προσδοκίες των ασθενών και της οικογένειας για την καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση μπορούν να επηρεάσουν την ιατρική περίθαλψη που παρέχεται, σύμφωνα με τον Δρ Norkamari Shakira Bandolin, του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια Davis και τους συνεργάτες του.
Σε παλαιότερες μελέτες, οι ασθενείς εμφάνιζαν ποσοστά επιβίωσης μετά από ΚΑΡΠΑ μεταξύ 19% και 75%. Ωστόσο, το πραγματικό ποσοστό επιβίωσης είναι περίπου 12% για καρδιακές ανακοπές που συμβαίνουν εκτός νοσοκομείου και μεταξύ 24% και 40% για εκείνες που συμβαίνουν μέσα σε νοσοκομείο, σύμφωνα με τη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Emergency Medicine Journal.
Για τη νέα μελέτη, η ομάδα του Μπαντολίν εξέτασε 500 ασθενείς που εισήχθησαν στα Επείγοντα και τους συντρόφους τους. Από αυτούς, 53% δήλωσαν ότι τους είχαν κάνει ή είχαν δει τη διαδικασία καρδιοαναπνευστικής αναζωογόνησης και το 64% είχαν παρακολουθήσει μαθήματα καρδιοαναπνευστικής αναζωογόνησης. Το 95% είπε ότι η κύρια πηγή πληροφοριών τους ήταν η τηλεόραση.
Περίπου οι μισοί δήλωσαν ότι το ποσοστό επιτυχίας της ΚΑΡΠΑ ξεπερνάει το 75% και εννέα στους 10 δήλωσαν ότι ήθελαν να λάβουν ΚΑΡΠΑ, σε περίπτωση ανάγκης. Αλλά μόνο το 28% είχε συζητήσει για την πρακτική με έναν γιατρό, όπως σημείωσαν οι ερευνητές σε δελτίο Τύπου.
«Αυτά τα ευρήματα θα πρέπει να ωθήσουν τους γιατρούς που εργάζονται στα Επείγοντα να ξεκινήσουν συζητήσεις σχετικά με την ανάνηψη με τους ασθενείς τους, ενώ παράλληλα να τους παρέχουν βασικές πληροφορίες για να διευκολύνουν τη λήψη ενημερωμένων αποφάσεων», έγραψαν οι ερευνητές. Οι συγγραφείς της μελέτης δήλωσαν ότι η συζήτηση πρέπει να επικεντρωθεί «σε πραγματικούς ρυθμούς επιβίωσης και αποτελέσματα».