Περίπου oι μισοί άνδρες δεν είναι σε θέση να προσδιορίσουν που βρίσκεται ο γυναικείος κόλπος, όπως αποκάλυψε δημοσκόπηση από οργάνωση κατά των γυναικολογικών καρκίνων.
Η οργάνωση Eve Appeal ρώτησε 2.000 Βρετανούς -οι μισοί από τους οποίους ήταν άνδρες – να εντοπίσουν τον κόλπο σε ένα διάγραμμα, αλλά το 50% των ανδρών δεν ήταν σε θέση να το κάνει σωστά. Η οργάνωση καλεί τώρα σε δράση που θα οδηγήσουν στην καλύτερη κατανόηση των γυναικολογικών ζητημάτων από τους άνδρες, ιδιαίτερα όσον αφορά τα συμπτώματα διαφόρων μορφών καρκίνου, όπως του τραχήλου της μήτρας και των ωοθηκών.
Τα αποτελέσματα της έρευνας σηματοδότησανν την έναρξη του Γυναικολογικού Μήνα Ευαισθητοποίησης για τον Καρκίνο και η οργάνωση λέει ότι για πάρα πολλούς άνδρες τα γυναικεία όργανα είναι «ακόμη ένα θέμα ταμπού, που περιβάλλεται από μυστήριο».
Σύμφωνα με την έρευνα, το 17% των ανδρών «δεν γνωρίζουν τίποτα για τα γυναικολογικά προβλήματα υγείας και δεν αισθάνονται ότι πρέπει να γνωρίζουν, καθώς είναι ένα γυναικείο ζήτημα». Επίσης, οι μισοί παραδέχθηκαν ότι δεν θα αισθανθούν άνετα να συζητούν το θέμα με μια γυναίκα.
Αξίζει πάντως να επισημανθεί ότι η Eve Appeal διαπίστωσε το περασμένο έτος ότι ούτε το 44% των γυναικών δεν μπόρεσε να εντοπίσει σωστά τον κόλπο σε ένα διάγραμμα, οπότε ίσως χρειάζεται μεγαλύτερη ενημέρωση και για τα δύο φύλα.
Επίσης, πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι πολλές γυναίκες δεν γνωρίζουν τα σημάδια σοβαρών γυναικολογικών προβλημάτων – το 19% δεν θα πήγαινε στον γυναικολόγο αν είχε κολπική αιμορραγία, παρόλο που είναι από τα βασικά συμπτώματα των γυναικολογικών καρκίνων.
Οι μισές από τις γυναίκες που ρωτήθηκαν δεν θα ζητούσαν ιατρική βοήθεια αν υπέφεραν από επίμονο φούσκωμα και 15% δήλωσαν ότι δεν θα πήγαιναν σε γιατρό εάν ανακάλυπταν ένα «εξόγκωμα» στον κόλπο τους.
Τα πιθανά συμπτώματα των γυναικολογικών καρκίνων περιλαμβάνουν ακανόνιστη αιμορραγία, κολπικές εκκρίσεις με έντονη μυρωδιά ή με αίμα, πόνος κατά τη συνουσία, αλλαγές στην εμφάνιση του δέρματος του αιδοίου, αλλαγές στις συνήθειες του εντέρου ή του ουροποιητικού που διαρκούν περισσότερο από ένα μήνα, όπως φούσκωμα ή ανάγκη για ούρηση πιο συχνά από το συνηθισμένο.