Σχεδόν όλοι έχουμε τις κακές μας συνήθειες και επιθυμούμε διακαώς να απαλλαγούμε από αυτές. Πολύτιμος σύμμαχος σε αυτή την προσπάθεια μπορεί να αποδειχθεί η άσκηση.
Έρευνες έχουν δείξει ότι η άσκηση προκαλεί μείωση της επιθυμίας για κάπνισμα ή για χρήση αλκοόλ και άρα θα μπορούσε να λειτουργήσει ως συμπληρωματική στρατηγική, μαζί με άλλα θεραπευτικά μοντέλα, στη διαδικασία απεξάρτησης από τις βλαβερές για τον οργανισμό αυτές συνήθειες, αναφέρει ο καθηγητής στο ΤΕΦΑΑ του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Γιάννης Θεοδωράκης, στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος ESCAPEE-ΘΑΛΗΣ, το οποίο ανιχνεύει τις σχέσεις της άσκησης με το κάπνισμα και το αλκοόλ, και τη διερεύνηση των μηχανισμών μείωσης ή διακοπής του καπνίσματος και της κατάχρησης στο αλκοόλ.
«Για παράδειγμα, σχετική έρευνα, έδειξε ότι ακόμα και πρόγραμμα φυσικής δραστηριότητας που περιελάμβανε 15 λεπτά γρήγορο περπάτημα, ήταν ικανό να προκαλέσει μείωση της έντονης επιθυμίας για κάπνισμα και των ανάλογων στερητικών συνδρόμων και κατά τη διάρκεια της άσκησης και μετά από την άσκηση. Θεωρείται όμως, ότι η προσκόλληση σε προγράμματα άσκησης είναι αυτή που έχει τη μεγαλύτερη αξία, και θα βοηθήσει περισσότερο τους καπνιστές να διακόψουν το κάπνισμα», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Θεοδωράκης.
Οι μηχανισμοί των κινήτρων που οδηγούν τα άτομα στο κάπνισμα, επισημαίνει ο ίδιος, δεν είναι μόνο κοινωνικοί, προσωπικοί και ψυχολογικοί, αλλά σχετίζονται και με νευροχημικούς και νευροβιολογικούς μηχανισμούς έκκρισης σχετικών ουσιών. Τις ανθυγιεινές συνήθειες, και μεταξύ αυτών το κάπνισμα ή το αλκοόλ, δεν τις υιοθετούν τα άτομα μόνες τους, αλλά σχετίζονται και με πολλές άλλες ανθυγιεινές συνήθειες, και βρίσκονται σε αντίθεση με τον αθλητικό τρόπο ζωής.
Ωστόσο, διευκρινίζει, παρότι υπάρχουν πολλές αποδείξεις για τη θετική επίδραση της άσκησης στην υγεία, δεν είναι ξεκαθαρισμένη η αιτιολογία και η ερμηνεία των ψυχολογικών και φυσιολογικών μηχανισμών που συντελούν σ’ αυτό.
Ειδικότερα για τις σχέσεις της άσκησης με την κατανάλωση αλκοόλ, ερευνητές καταλήγουν, σύμφωνα με τον κ. Θεοδωράκη, ότι δεν αξιοποιείται ακόμα ο ρόλος της άσκησης στην υποστήριξη των αλκοολικών, ενώ υπάρχουν πολλές ενδείξεις για τις ευεργετικές της επιδράσεις. Έτσι, προσθέτει, συζητείται σοβαρά πλέον, η πρόταση ότι η άσκηση μπορεί να λειτουργήσει ως συμπληρωματική στρατηγική, μαζί με άλλα θεραπευτικά μοντέλα, να επιδράσει θετικά στην ψυχοθεραπευτική διαδικασία, κατά τη διάρκεια και μετά τη θεραπευτική διαδικασία, για την αποχή από το αλκοόλ. Η άσκηση, μάλλον, δεν οδηγεί τον αλκοολικό στο να μειώσει το αλκοόλ, αλλά επηρεάζει ευεργετικά τη ψυχική του διάθεση, τη φυσική του κατάσταση, την αίσθηση της ικανότητας και την αίσθηση ότι το σώμα του μπορεί να λειτουργήσει καλύτερα (Ζουρμπάνος, Τζιαμούρτας, Στάβερη, Χατζηγεωργιάδης, & Θεοδωράκης, 2011).
Οι μηχανισμοί μέσω των οποίων η άσκηση και η φυσική δραστηριότητα μπορεί να επηρεάσει τον καπνιστή ώστε να αποστραφεί από το κάπνισμα, είτε τον αλκοολικό να ξεφύγει από την κατάχρησή του, μπορεί να είναι είτε ψυχολογικοί, είτε φυσιολογικοί, ή βιοχημικοί. Η συστηματική φυσική δραστηριότητα, επισημαίνει ο κ. Θεοδωράκης, μπορεί να αυξήσει την αυτοπεποίθηση του ατόμου ότι μπορεί να κόψει το κάπνισμα, να αντιμετωπίσει δυναμικά τα συμπτώματα στέρησης, που προκαλεί η εξάρτηση από την νικοτίνη και που συνοδεύουν συνήθως το άτομο, όπως είναι το στρες, η κατάθλιψη, η οξυθυμία, οι ανησυχίες, η κακή συγκέντρωση. Η άσκηση, επίσης, βοηθάει μέσω της αύξησης κατανάλωσης των θερμίδων στην μεταβολική ισορροπία και την προστασία του ατόμου από την αύξηση του βάρους του σώματος.
Οι σχετικές έρευνες, δείχνουν ότι τα άτομα αντιλαμβάνονται την άσκηση ως ένα τρόπο να ρυθμίσουν αισθήματα στρες και έντασης, και να βελτιώσουν τη ζωή τους και να ακολουθήσουν έναν υγιεινό τρόπο ζωής, και επίσης αντιλαμβάνονται την φυσική δραστηριότητα ή τα οργανωμένα προγράμματα άσκησης ως μια βασική στρατηγική παρέμβασης στην προσπάθεια διακοπής του καπνίσματος, καταλήγει ο ίδιος.