Η υπογονιμότητα αποτελεί μία συχνή και πολύπλευρη κατάσταση, της οποίας οι ψυχοκοινωνικές πτυχές συχνά παραβλέπονται. Τόσο η ίδια όσο και η θεραπεία της αποτελούν σοβαρούς, μακροχρόνιους και πολυδιάστατους στρεσογόνους παράγοντες.
Το ψυχολογικό βάρος ξεκινάει ήδη από την στιγμή της διάγνωσης. Τότε το ζευγάρι μπορεί να βιώσει ένα αίσθημα απώλειας σε σχέση με τις προσδοκίες της ζωής ενώ επίσης αναφέρονται επαναλαμβανόμενες υπαρξιακές κρίσεις. Σύμφωνα με μελέτη από την Δανία ένα στα εκατό άτομα είχαν ήδη μία διάγνωση κατάθλιψης πριν την διαπίστωση της υπογονιμότητας. Άλλες μελέτες ανεβάζουν το ποσοστό ύπαρξης καταθλιπτικών συμπτωμάτων στο 11-15% για τις γυναίκες και στο 5-6% για τους άνδρες κατά την έναρξη της θεραπείας της υπογονιμότητας. Οι αποφάσεις για το πλάνο της αντιμετώπισης της υπογονιμότητας είναι εξατομικευμένες και λαμβάνονται από κοινού από τον Ιατρό Αναπαραγωγής και το ζευγάρι. Η συμμετοχή του ζευγαριού σε αυτές τις αποφάσεις είναι πιο ουσιαστική όταν και οι δύο σύντροφοι έχουν όσο το δυνατόν μικρότερη συναισθηματική δυσφορία.
Για χρόνια υπάρχει η συζήτηση για το κατά πόσο τα υψηλά επίπεδα άγχους και καταθλιπτικών συμπτωμάτων στις γυναίκες που υποβάλλονται σε θεραπεία υπογονιμότητας επηρεάζουν το αποτέλεσμα. Δύο μελέτες του 2011(Boivin και Matthiesen) έδειξαν ότι τα καταθλιπτικά συμπτώματα δεν επηρεάζουν την τελική έκβαση της θεραπείας. Αντίθετα, τα υψηλά επίπεδα άγχους, όπως έδειξε η μία μελέτη, σχετίζονται με μειωμένα ποσοστά κλινικών κυήσεων.
Η ψυχολογική φθορά φαίνεται να αποτελεί και την συχνότερη αιτία για την οποία ένα ζευγάρι διακόπτει πρόωρα την θεραπεία της υπογονιμότητας, ακόμα και σε χώρες όπως η Σουηδία, όπου το οικονομικό κόστος της θεραπείας καλύπτεται πλήρως από το κράτος: σχεδόν το 30% των ζευγαριών διακόπτει την θεραπεία μετά από έναν αποτυχημένο κύκλο εξωσωματικής γονιμοποίησης λόγω ψυχολογικής φθοράς.
Μετά από την αποτυχία μίας ολοκληρωμένης θεραπείας ένα σημαντικό ποσοστό ατόμων παρουσιάζει συναισθηματικές διαταραχές ακόμα και πέντε χρόνια μετά τον τελευταίο κύκλο εξωσωματικής. Οι γυναίκες εκφράζουν δυσθυμία, αγχώδεις διαταραχές και θλίψη ενώ οι άντρες αναλαμβάνουν έναν πιο υποστηρικτικό ρόλο και αναφέρουν ένα αίσθημα χαμηλής ικανοποίησης αλλά όχι θλίψη. Τα συμπτώματα αυτά εμφανίζουν μία έξαρση όταν το ζευγάρι φτάνει στην ηλικία όπου οι συνομήλικοι τους αποκτούν εγγόνια. Αξίζει εδώ να αναφερθεί ότι το 1/3 των ζευγαριών 5 χρόνια μετά από αποτυχημένη θεραπεία υπογονιμότητας ανέφεραν ότι βίωσαν οφέλη στη σχέση τους, η οποία ενδυναμώθηκε μετά από αυτήν την αποτυχία.
Η ολοκληρωμένη φροντίδα στην Ιατρικώς Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή οφείλει να παρέχει στο υπογόνιμο ζευγάρι πρόσβαση σε επαγγελματίες Ψυχικής Υγείας, όπως συμβαίνει σε χώρες σαν την Ισλανδία, την Φινλανδία και την Σουηδία. Η σωστή συνεργασία του Ιατρού Αναπαραγωγής με τον Επαγγελματία Ψυχικής Υγείας είναι απαραίτητη για τον εντοπισμό των ατόμων που χρήζουν υποστήριξης. Θα βοηθήσει το ζευγάρι να συμμετάσχει καλύτερα στον σχεδιασμό της θεραπείας, θα αποτραπεί μία πρόωρη εγκατάλειψη της ενώ πιθανώς θα συμβάλλει και στην θετική της έκβαση.
Λάμπρος Ι. Δημολένης
MD, MSc, Μαιευτήρας-Γυναικολόγος, Κάτοχος Master «Έρευνα στην Γυναικεία Αναπαραγωγή», Μέλος της Σουηδικής Εταιρείας Αναπαραγωγικής Ιατρικής (SSRM)
www.gonimotita.info
Μαρία Φραγκονικολάκη
Γνωσιακή Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια, Αριστούχος Πτυχιούχος Πανεπιστημίου Αθηνών
www.skepsy.com