Η κακή διατροφή υπονομεύει την υγεία του ενός στους τρεις ανθρώπους παγκοσμίως, προειδοποιεί μια ανεξάρτητη ομάδα εμπειρογνωμόνων για τα τρόφιμα και τη γεωργία.

Η έκθεση αναφέρει ότι ο υποσιτισμός εμποδίζει την ανάπτυξη σχεδόν του 25% των παιδιών κάτω των πέντε ετών. Και μέχρι το 2030 το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού θα μπορούσε να είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι.

Η έκθεση της Παγκόσμιας Επιτροπής για τη Γεωργία και τα Συστήματα Τροφίμων για τη Διατροφή παρουσιάστηκε στον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ.

Η επιτροπή υποστηρίζει ότι η διατροφή δύο δισεκατομμυρίων ανθρώπων δεν περιλαμβάνει τις βιταμίνες και τα ανόργανα συστατικά που απαιτούνται για να είναι υγιείς. Το αποτέλεσμα είναι αύξηση στην καρδιακή νόσο, την υπέρταση, τον διαβήτη και άλλες ασθένειες που σχετίζονται με τη διατροφή. Η κατάσταση αυτή υπονομεύει την παραγωγικότητα και απειλεί να «γονατίσει» τις υπηρεσίες υγείας.

Αυτές οι μη μολυσματικές, χρόνιες παθήσεις έχουν συσχετιστεί με τη γεμάτη λιπαρά και επεξεργασμένες τροφές κακή διατροφή του ανεπτυγμένου κόσμου. Αλλά οι περισσότερες νέες περιπτώσεις εμφανίζονται πλέον στις αναπτυσσόμενες χώρες.

Η μελέτη προειδοποιεί ότι με τις τρέχουσες τάσεις, η κατάσταση θα γίνει πολύ χειρότερη τα επόμενα 20 χρόνια και υποστηρίζει ότι μόνο μια παγκόσμια προσπάθεια, παρόμοια με αυτή που καταβάλλεται για την αντιμετώπιση του ιού HIV ή την ελονοσία, θα είναι αρκετή για να αντιμετωπίσουμε τον κίνδυνο.

Σύμφωνα με την επιτροπή, ο υποσιτισμός μητέρας και παιδιού, η υψηλή αρτηριακή πίεση και άλλοι κίνδυνοι που σχετίζονται με την κακή διατροφή, «κοστίζουν» το καθένα περισσότερα χρόνια προσδόκιμου ζωής από ό, τι το κάπνισμα, η ατμοσφαιρική ρύπανση, οι κακές συνθήκες υγιεινής ή το μη ασφαλές σεξ.

Αν και έχει σημειωθεί μεγάλη πρόοδος στη μείωση του υποσιτισμού, 800 εκατομμύρια άνθρωποι εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν την πείνα σε καθημερινή βάση, κάτι που είναι εμφανές στην ελλιπή ανάπτυξη των παιδιών.

Η κακή διατροφή σχετίζεται με κοινωνικές ανισότητες

Ένας από τους συντάκτες της έκθεσης, ο καθηγητής Lawrence Haddad, αναφέρει το παράδειγμα της Γουατεμάλας, όπου πάνω από το 40% των παιδιών είναι κοντά για την ηλικία τους. «Το φαινόμενο χει σχέση με την οικονομική ανισότητα. Τα παιδιά από οικογένειες με υψηλότερα εισοδήματα έχουν καλύτερο φαγητό και πολύ χαμηλά ποσοστά νανισμού. Οι άνθρωποι με χαμηλό εισόδημα ακολουθούν μια διατροφή με βάση τον αραβόσιτο, αλλά δεν καταναλώνουν αρκετά λαχανικά, φρούτα, γαλακτοκομικά ή πρωτεΐνη».

Η διευθύντρια του Ινστιτούτου, καθηγήτρια Sandy Thomas, λέει ότι το ίδιο συμβαίνει σε πολλές χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος και η κακή φυσική κατάσταση συνδέεται απευθείας με τη χαμηλή παραγωγικότητα: «Μία ή δύο αφρικανικές χώρες είχαν μεγάλες επιτυχίες στη γεωργία: Στη Ρουάντα η καλλιέργεια φασολιών, τα οποία είναι πλούσια σε σίδηρο, συνέβαλε στη μείωση της αναιμίας μεταξύ των γυναικών. Αλλά παγκοσμίως, η αναιμία μειώνεται με αργούς ρυθμούς».

Οι προσπάθειες για την καταπολέμηση του υποσιτισμού έχουν μερικές φορές επικεντρωθεί στην αύξηση της πρόσληψης θερμίδων, σε βάρος της βελτίωσης της συνολικής διατροφής. Πολλές χώρες έχουν μετακινηθεί γρήγορα από τον υποσιτισμό στην παχυσαρκία.

Στην Κίνα, όπου η διατροφή έχει αλλάξει ραγδαία τα τελευταία χρόνια, ο μισός πληθυσμός προβλέπεται να είναι υπέρβαρος ή παχύσαρκος μέχρι το 2030. Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι ο αριθμός των υπέρβαρων και παχύσαρκων ατόμων έχει αυξηθεί από 1,3 δισεκατομμύρια το 2005, σε 3,3 δισεκατομμύριο – περίπου το ένα τρίτο του πληθυσμού.