Μια χημική ένωση που βρίσκεται στο πράσινο τσάι θα μπορούσε να βελτιώσει τις γνωστικές ικανότητες των ατόμων με σύνδρομο Ντάουν, όπως ανακάλυψε μια ομάδα επιστημόνων.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η επιγαλλοκατεχίνη – η οποία βρίσκεται σε σημαντικές ποσότητες στο πράσινο τσάι, αλλά μπορεί επίσης να βρεθεί στο λευκό και το μαύρο τσάι – συνδυαζόμενη με γνωστική διέγερση, οδήγησε σε βελτιωμένη οπτική μνήμη και πιο προσαρμοστική συμπεριφορά.
Ο Δρ Rafael de la Torre, ο οποίος ηγήθηκε των κλινικών δοκιμών που διήρκεσαν έναν χρόνο μαζί με τη Δρ Mara Dierrssen, δήλωσε: «Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι τα άτομα που έλαβαν θεραπεία με πράσινο τσάι, μαζί με το πρωτόκολλο γνωστικής διέγερσης, είχαν καλύτερα αποτελέσματα στις γνωστικές τους ικανότητες».
Η ομάδα επίσης διεξήγαγε δοκιμές νευροαπεικόνισης στους 84 συμμετέχοντες, οι οποίοι ήταν όλοι ηλικίας μεταξύ 16 και 34 χρονών, για να καθοριστεί αν η βελτίωση αυτή οφείλεται σε σωματικές ή νευροφυσιολογικές αλλαγές στον εγκέφαλο.
«Είδαμε έκπληκτοι πως οι αλλαγές δεν είναι μόνο γνωστικές – στις λογικές και μαθησιακές ικανότητες, στη μνήμη και την προσοχή – αλλά και ότι η λειτουργική συνδεσιμότητα των νευρώνων στον εγκέφαλο τροποποιήθηκε επίσης», είπε ο Δρ de la Torre.
Οι επιστήμονες στοχεύουν να συνεχίσουν την έρευνά τους, η οποία δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση The Lancet Neurology, ξεκινώντας νέα μια κλινική δοκιμή σε παιδιά με τη γενετική διαταραχή.
«Τα αποτελέσματά μας έχουν ήδη αποδειχθεί οριακά θετικά στον ενήλικο πληθυσμό, στον οποίο η εγκεφαλική πλαστικότητα είναι περιορισμένη, διότι ο εγκέφαλος έχει ήδη αναπτυχθεί πλήρως. Πιστεύουμε ότι αν η θεραπεία εφαρμοστεί σε παιδιά, τα αποτελέσματα μπορεί να είναι ακόμη καλύτερα», δήλωσαν οι δύο γιατροί.
Το συνδρόμου Ντάουν προκαλείται από την παρουσία ενός επιπλέον χρωμοσώματος και στις περισσότερες περιπτώσεις δεν είναι κληρονομικό. Όσοι έχουν την πάθηση αντιμετωπίζουν μαθησιακές δυσκολίες και ο μέσος όρος ζωής τους είναι μεταξύ 50-60 ετών.
Η Δρ Dierssen, δήλωσε: «Αυτή είναι η πρώτη φορά που μια θεραπεία δείχνει κάποια αποτελεσματικότητα στην βελτίωση ορισμένων γνωστικών ικανοτήτων σε άτομα με το σύνδρομο. Πρέπει να καταστεί σαφές ότι η ανακάλυψή μας δεν είναι μια θεραπεία για το σύνδρομο Ντάουν και ότι τα αποτελέσματά μας θα πρέπει να επαναληφθούν σε μεγαλύτερο δείγμα, αλλά ίσως είναι ένας τρόπος για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής αυτών των ανθρώπων».