Οι ερευνητές του Ιατρικού Κολεγίου της Τζώρτζια (MCG) εργάζονται πάνω στη σύνδεση του πρωτεϊνικού προφίλ του υγρού που βρίσκεται στα μάτια (υδατοειδές υγρό) και της δομικής ζημιάς που προκαλεί στα μάτια το γλαύκωμα. Σκοπός τους είναι να βρουν μια καλύτερη μέθοδο διάγνωσης της κοινής αυτής οφθαλμολογικής πάθησης, να ελέγξουν την εξέλιξή της και ενδεχομένως να βρουν νέους θεραπευτικούς στόχους. Αν τα καταφέρουν, ίσως μια μέρα τα δάκρυά μας να παρέχουν το υγρό που χρειάζεται για την υλοποίηση αυτών των εξετάσεων.
Η μέθοδος που ακολουθείται περιλαμβάνει τη σύγκριση του πρωτεϊνικού προφίλ του υδατοειδούς υγρού που βρίσκεται στα μάτια – και αφαιρέθηκε χειρουργικά – με κλινικά δεδομένα, όπως εικόνες από ένα κατεστραμμένο οπτικό νεύρο και άλλα δημογραφικά και ιατρικά δεδομένα όπως η ηλικία και η εθνότητα, έτσι ώστε να δημιουργήσει ένα ίχνος για το γλαύκωμα.
Οι ειδικοί δημιουργούν, επίσης, μια βάση δεδομένων πρωτεϊνών και σχετικών κλινικών και επιστημονικών πληροφοριών που ανακαλύπτουν κατά τη διάρκεια της μελέτης, στην οποία θα έχουν πρόσβαση και άλλοι επιστήμονες για τις δικές τους εργασίες.
Προηγούμενες τεχνολογίες για την εξέταση των οφθαλμικών πρωτεϊνών απαιτούσαν ολόκληρο τον όγκο του οφθαλμικού υγρού για τον έλεγχο ενός ή δύο μόνο πρωτεϊνών. Οι σύγχρονες τεχνολογίες επιτρέπουν τον έλεγχο μεγάλου αριθμού πρωτεϊνών με ελάχιστον από το υγρό, με τους συγκεκριμένους επιστήμονες να αναπτύσσουν τα συστήματα που καθιστούν εφικτή τη συγκέντρωση των πληροφοριών με στόχο την ανάλυση, αποθήκευση και ενσωμάτωσή τους.
«Βλέπουμε συνεχώς ασθενείς που έχουν χάσει την όρασή τους λόγω του γλαυκώματος, το οποίο αν είχε διαγνωσθεί νωρίτερα, ίσως και να είχε αποφευχθεί το τελικό αποτέλεσμα. Αυτή ακριβώς είναι και η θεωρία πίσω από την εργασία μας, να βρούμε δηλαδή ένα σημάδι που θα υποδεικνύει έγκαιρα ότι το άτομο έχει προδιάθεση για την εμφάνιση γλαυκώματος, έτσι ώστε να μπορούμε να στοχεύσουμε τις θεραπείες σε αυτούς που τις χρειάζονται», δήλωσε η Δρ. Kathryn Bollinger, ερευνήτρια από το MCG.