Στις αναπτυγμένες χώρες, η αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης έφερε στο προσκήνιο την άνοια (α στερητικό + νους) με ποιο συχνή μορφή τη νόσο Αλτσχάιμερ σαν ένα μείζον ιατρικό, κοινωνικό και οικονομικό πρόβλημα. Παγκοσμίως, στις μέρες μας υπάρχουν 47 εκατομμύρια άνθρωποι που ζουν με άνοια, αριθμός που θα αυξηθεί δραματικά στο μέλλον λόγω της αύξησης του προσδόκιμου επιβίωσης τόσο στις αναπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες. Τα τελευταία χρόνια διεξάγεται μεγάλη ερευνητική προσπάθεια με στόχο την ανεύρεση περισσότερο αποτελεσματικών θεραπειών και υπάρχει μεγάλη αισιοδοξία στον επιστημονικό χώρο ότι στο όχι απώτερο μέλλον θα έχουμε φαρμακευτικές παρεμβάσεις πολύ αποτελεσματικότερες. Μέχρι τότε, αυξημένη εγρήγορση και ενημέρωση για όλες τις διαστάσεις της νόσου είναι εξαιρετικά σημαντική.
Η νόσος Αλτσχάιμερ και οι άλλες μορφές άνοιας προκαλούν υψηλή υγειονομική δαπάνη ως αποτέλεσμα των αυξημένων αναγκών για θεραπευτική αγωγή και φροντίδα του πάσχοντος και υποστήριξη των φροντιστών.
Εντωμεταξύ, η παχυσαρκία εμφανίζει επίσης συνεχή άνοδο, έχοντας αυξηθεί παγκοσμίως πάνω από 100% κατά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες. Μια νέα μελέτη δείχνει ότι υπάρχει μια συσχέτιση ανάμεσα στους παράγοντες καρδιομεταβολικού κινδύνου που ευνοούν την παχυσαρκία (υψηλά επίπεδα αρτηριακής πίεσης, χοληστερίνης και σακχάρου) και στην άνοια.
Δηλαδή, οι ηλικιωμένοι που βάζουν ή χάνουν αρκετά κιλά μέσα σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης άνοιας, σύμφωνα με μια νέα νοτιοκορεατική επιστημονική έρευνα. Η μελέτη συνιστά το συνεχή έλεγχο του βάρους κατά την τρίτη ηλικία.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Τζιν-Γουόν Κουόν του Εθνικού Πανεπιστημίου Κιουνγκπούκ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό “BMJ Open”, ανέλυσαν στοιχεία για 67.219 άτομα ηλικίας 60 έως 79 ετών, εκ των οποίων 4.887 άνδρες και 6.685 γυναίκες εμφάνισαν άνοια σε βάθος εξαετίας.
Διαπιστώθηκε ότι και στα δύο φύλα υπήρχε στενή σχέση ανάμεσα στις μεταβολές του δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) και στην άνοια. Μια αλλαγή του βάρους (είτε μείωση είτε αύξηση) της τάξης του 10% μέσα σε διάστημα έως δύο ετών σχετιζόταν με υψηλότερο κίνδυνο άνοιας, σε σύγκριση με τους ανθρώπους που είχαν σχετικά σταθερό βάρος.