Η Μαρία Τσολιά, Καθηγήτρια Παιδιατρικής και Λοιμωξιολογίας του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων και μέλος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, εξήγησε αναλυτικά γιατί δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα για το εμβόλιο του νέου κορωνοϊού:

«Με μια πρώτη ματιά, είναι ίσως φυσικό να είναι κανείς διστακτικός, όταν μάλιστα πρόκειται για ένα νέο εμβόλιο που μάλιστα αναπτύχθηκε με τη χρήση μιας νέας τεχνολογίας. Όμως πρέπει να γνωρίζουμε ότι υπήρχε ήδη γνώση και εμπειρία πολλών ετών από τις προσπάθειες και τις κλινικές μελέτες για την ανάπτυξη εμβολίων με mRNA, κατά του καρκίνου αλλά και κατά άλλων λοιμογόνων παραγόντων.

»Η τόσο γρήγορη πρόοδος επιτεύχθηκε με τη συνεργασία της επιστημονικής κοινότητας, της βιομηχανίας, των Κυβερνήσεων, των εθνικών και διεθνών οργανισμών, καθώς και με την προσέλκυση τεράστιας χρηματοδότησης από κρατικούς και ιδιωτικούς πόρους. Πρόκειται για ένα τεράστιο επίτευγμα της παγκόσμιας κοινότητας και το μόνο βέβαιο είναι ότι δεν έγιναν μειώσεις στις προδιαγραφές για την έγκριση των εμβολίων από τους ρυθμιστικούς οργανισμούς.

»Πολλοί αναρωτιούνται επίσης, αν ο χρόνος παρακολούθησης των εμβολιασμένων είναι αρκετός και αν είναι πιθανό να εκδηλωθούν ανεπιθύμητες ενέργειες αρκετά χρόνια αργότερα. Η εμπειρία όμως από τα εμβόλια μέχρι σήμερα, είναι ότι δεν έχει καταγραφεί ποτέ πρόβλημα υγείας που να εκδηλωθεί πολλά χρόνια μετά τον εμβολιασμό. Οι ενδεχόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες εκδηλώνονται άμεσα έως λίγους μετά τον εμβολιασμό.

»Η παρακολούθηση του εμβολιασμού κατά της COVID-19 συνεχίζεται στη χώρα μας και διεθνώς, καθώς εμβολιάζονται εκατομμύρια άνθρωποι και τα δεδομένα αναλύονται συνεχώς. Μέχρι σήμερα δεν έχουν αναφερθεί απρόσμενες, απειλητικές και πολύ σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες.  Όλα τα συμβάντα που σχετίζονται χρονικά με τον εμβολιασμό εξετάζονται και καταγράφονται από την φαρμακοεπαγρύπνηση και μελετάται η αιτιολογική συσχέτισή τους. Το ίδιο γίνεται και στη χώρα μας από τον ΕΟΦ και αναμένουμε την ανάλυση των καταγεγραμμένων περιστατικών σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Σε αρκετές περιπτώσεις, κάποια συμπτώματα οφείλονται σε άγχος και συναισθηματική φόρτιση κατά την ώρα του εμβολιασμού.

»Δεδομένα από τον διεθνή χώρο δείχνουν ότι έχουν γίνει περισσότεροι από 30.000.000 εμβολιασμοί παγκόσμια. Στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής έχουν διενεργηθεί 10.000.000 εμβολιασμοί με το εμβόλιο της Pfizer.

»Πρόσφατα δημοσιεύτηκαν σημαντικά δεδομένα σχετικά με τη συχνότητα εκδήλωσης αλλεργικών αντιδράσεων μετά τη χορήγηση του εμβολίου αυτού από το Κέντρο Ελέγχου των Νόσων των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. Μελετήθηκαν τα πρώτα 1,8 εκατομμύρια εμβολιασμών. Φαίνεται ότι σοβαρές αλλεργικές αντιδράσεις είναι εξαιρετικά σπάνιες. Συγκεκριμένα, στη μελέτη αυτή καταγράφηκαν 21 αναφυλακτικές αντιδράσεις, που όλες αντιμετωπίστηκαν επιτυχώς με τη χορήγηση αδρεναλίνης.

»Η συχνότητα των αναφυλακτικών αντιδράσεων υπολογίστηκε σε περίπου 1 περίπτωση ανά 90.000 εμβολιασμούς. Ενώ για τα υπόλοιπα εμβόλια, αυτό που ξέρουμε μέχρι σήμερα είναι περίπου 1 περίπτωση ανά 1.000.000 εμβολιασμών.  Είναι δηλαδή κάπως αυξημένες, αλλά σαν απόλυτος αριθμός είναι πολύ σπάνιες. Αυτός είναι ο λόγος που δεν καταγράφηκε αυξημένος αριθμός αναφυλακτικών αντιδράσεων στις κλινικές μελέτες στις οποίες έλαβαν μέρος, εμβολιάστηκαν δηλαδή, περίπου 15.000-20.000 άτομα.

»Μοναδική αντένδειξη στον εμβολιασμό είναι το ιστορικό αναφυλαξίας στην πολυαιθυλενογλυκόλη, μια ουσία που υπάρχει στο εμβόλιο και χρησιμοποιείται σε καλλυντικά και φάρμακα. Αντένδειξη επίσης είναι το ιστορικό αλλεργικής αντίδρασης σε προηγούμενη δόση του εμβολίου. Η ύπαρξη αλλεργίας σε τροφές, όπως το αυγό, το φιστίκι και άλλα, κατοικίδια, τσιμπήματα εντόμων, φάρμακα που χορηγούνται από το στόμα ή στο latex, πιστεύεται ότι δεν σχετίζεται καθόλου με τον εμβολιασμό και δεν αποτελεί αντένδειξη. Παρόλα αυτά, όσοι έχουν ιστορικό σοβαρής αλλεργίας θα πρέπει να συμβουλεύονται προηγούμενος τον αλλεργιολόγο που τους παρακολουθεί.

»Η ύπαρξη προηγούμενου ιστορικού άμεσης αλλεργικής αντίδρασης σε άλλο εμβόλιο ή ενέσιμο φάρμακο, δεν αποτελεί απόλυτη αντένδειξη εμβολιασμού. Όμως, τα άτομα αυτά μπορούν να εμβολιαστούν αν το αποφασίσουν, αλλά θα πρέπει να ληφθούν ιδιαίτερες προφυλάξεις και να προηγηθεί συζήτηση με τον αλλεργιολόγο. Ο εμβολιασμός στις περιπτώσεις αυτές, αν αποφασιστεί, πρέπει να γίνεται σε νοσοκομειακό περιβάλλον».