Η διαταραχή κοινωνικού άγχους είναι η υπερβολική ανησυχία ενός ατόμου ότι θα γελοιοποιηθεί ή θα κατακριθεί σε καταστάσεις στις οποίες θεωρεί ότι το βλέπουν ή ότι είναι εκτεθειμένο, σύμφωνα με την Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία. Τα άτομα που διαγιγνώσκονται με διαταραχή κοινωνικού άγχους, δυσκολεύονται ιδιαιτέρως να εκπληρώσουν καθημερινές δραστηριότητες, όπως το να πάνε στη δουλειά τους ή να παρευρεθούν σε κοινωνικές εκδηλώσεις.
Αν και συχνά η διαταραχή αυτή συγχέεται με τη συστολή, μια έρευνα που διεξήγαγε το Εθνικό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας των ΗΠΑ έδειξε ότι το 12% των ατόμων που είχαν χαρακτηριστεί ως «ντροπαλοί», πληρούσαν τα κριτήρια της διαταραχής κοινωνικού άγχους. Η διαταραχή εμφανίζεται ήδη από την αρχή της εφηβείας αλλά οι πάσχοντες διστάζουν σε μεγάλο βαθμό να απευθυνθούν σε κάποιον ειδικό.
Η Τσέριλ Κάρμεν, ψυχίατρος και διευθύντρια κλινικής ψυχολογίας του Ιατρικού Κέντρου Wexner του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Οχάιο, σύμφωνα με το Live Science, υπογραμμίζει ότι «τόσο βιολογικοί όσο και περιβαλλοντικοί παράγοντες διαδραματίζουν καίριο ρόλο στην εμφάνιση της διαταραχής».
Τα στοιχεία για το ρόλο των περιβαλλοντικών παραγόντων είναι πολλαπλά. Η Κάρμεν υποστηρίζει ότι το άγχος είναι θέμα μάθησης. Έτσι, όταν μια μητέρα ρωτά το παιδί της αν έχει άγχος πριν από μια παράσταση, του μαθαίνει εμμέσως ότι αυτή είναι μια κατάλληλη περίσταση για να έχει κανείς άγχος.
Τα συμπτώματα εμφανίζονται συνήθως σε περιστάσεις όπου το άτομο θα μπορούσε δυνητικά να γίνει αντικείμενο κριτικής, γι’ αυτό και όσοι πάσχουν, αποφεύγουν να είναι το επίκεντρο της προσοχής, ακόμα και σε θεωρητικά «ευχάριστες» καταστάσεις, π.χ. σε γενέθλια. Παράλληλα, ένα άτομο μπορεί να φαίνεται λειτουργικό στις περισσότερες κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, αλλά να έχει ιδιαίτερη δυσκολία σε κάποια συγκεκριμένη περίσταση, όπως να βγάλει λόγο ενώπιον κοινού.
Μια από τις ευκολότερες λύσεις για την κοινωνική φοβία -στην οποία πολλοί καταφεύγουν- είναι το αλκοόλ. Γύρω στο 20% των ατόμων που έχουν διαγνωσθεί με διαταραχή κοινωνικού άγχους, κάνουν κατάχρηση αλκοόλ ή και ναρκωτικών, σύμφωνα με την Αμερικανική Εταιρεία Άγχους και Κατάθλιψης και το Εθνικό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας των ΗΠΑ.