Μια νέα θεραπεία με τεχνητά αντισώματα πρόκειται να δοκιμαστεί σε ασθενείς με Covid-19 σε νοσοκομεία της Μεγάλης Βρετανίας.
Τα μονόκλωνα αντισώματα, τα οποία είναι ισχυρά αντισώματα που δημιουργούνται στο εργαστήριο, θα δοθούν σε περίπου 2.000 άτομα για να εξεταστεί εάν είναι αποτελεσματικά έναντι του κορωνοϊού. Οι πρώτοι ασθενείς θα λάβουν τα νέα φάρμακα τις επόμενες εβδομάδες.
Ο καθηγητής Martin Landray από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ο οποίος είναι επικεφαλής της δοκιμής, δήλωσε: «Αυτός είναι ο πρώτος τύπος θεραπείας που στοχεύει σε αυτόν τον συγκεκριμένο ιό. Υπάρχουν πολλοί καλοί λόγοι για να πιστεύουμε ότι μπορεί να είναι αποτελεσματικό στο να σταματήσει την αναπαραγωγή του ιού, τις βλάβες που προκαλεί ο ιός και στο να βελτιώσει την επιβίωση των ασθενών».
Τα αντισώματα θα μπορούσαν να περιγραφούν ως «πολεμιστές» του ανοσοποιητικού συστήματος. Όταν ο κορωνοϊός μολύνει το σώμα μας, αντισώματα προσκολλώνται στις ακίδες του ιού, εμποδίζοντάς τον να εισέλθει στα κύτταρά μας.
Αλλά παράγουμε πολλούς διαφορετικούς τύπους αντισωμάτων – τα πιο ισχυρά ονομάζονται εξουδετερωτικά αντισώματα. Έτσι, οι επιστήμονες ψάχνουν να βρουν αυτό που είναι καλύτερο για την περίπτωση.
Το επιλεγμένο αντίσωμα πολλαπλασιάζεται στο εργαστήριο και παράγεται σε τεράστιες ποσότητες. Στη συνέχεια δίνεται στους ασθενείς ενισχύοντας αμέσως την ανοσολογική τους απόκριση.
Η κλινική δοκιμή θα τεστάρει ένα μείγμα δύο μονόκλωνων αντισωμάτων που κατασκευάστηκαν από την αμερικανική εταιρεία βιοτεχνολογίας Regeneron. Και τα δύο συνδέονται με την ακίδα του ιού σε ελαφρώς διαφορετικά μέρη – αν λοιπόν ο ιός μεταλλαχθεί και η δομή του αλλάξει, θα πρέπει να λειτουργήσει τουλάχιστον το ένα.
Η Regeneron έχει ήδη παράγει μονόκλωνα αντισώματα που μπορούν να θεραπεύσουν τον Έμπολα. Ο Leah Lipsich, αντιπρόεδρος της εταιρείας, δήλωσε: «Ελπίζουμε ότι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το εντυπωσιακό αποτέλεσμα εναντίον του Έμπολα ως εφαλτήριο για κάτι εξίσου αποτελεσματικό στην Covid-19».
Οι ασθενείς θα αρχίσουν να λαμβάνουν μονόκλωνα αντισώματα τις επόμενες εβδομάδες και τα αποτελέσματα θα συγκριθούν με άλλους ασθενείς που δεν θα λάβουν τη θεραπεία. Ο καθηγητής Landray αναμένει ότι θα χρειαστούν περίπου 2.000 άτομα σε κάθε ομάδα για να απαντηθούν οι βασικές ερωτήσεις: «Πρέπει να καταλάβουμε όχι μόνο εάν αυτές οι θεραπείες λειτουργούν. Πρέπει επίσης να καταλάβουμε και σε ποιους ασθενείς λειτουργούν καλύτερα».