Δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι ο εξοβελισμός της γλουτένης από τη διατροφή βοηθάει με κάποιο τρόπο τους ανθρώπους που δεν έχουν κοιλιοκάκη – αντιθέτως θα μπορούσαν να είναι αποδειχθούν επιβλαβείς, σύμφωνα με τις προειδοποιήσεις ενός κορυφαίου επιστήμονα.
Οι δίαιτες χωρίς γλουτένη έχουν αυξηθεί σε δημοτικότητα τα τελευταία χρόνια, με εκατομμύρια ανθρώπους να πιστεύουν ότι γλουτένη είναι επιβλαβής για την υγεία. Πολλοί celebrities και υπέρμαχοι της υγιεινής διατροφής πιστώνουν στη διατροφή χωρίς γλουτένη απώλεια βάρους, ξεφούσκωμα του στομαχιού και αύξηση των επιπέδων ενέργειας.
Ωστόσο, η διάσημη γαστρεντερολόγος Δρ Norelle R. Reilly από το Ιατρικό Κέντρο του πανεπιστημίου του Κολούμπια, προειδοποίησε ότι ενώ οι άνθρωποι που πάσχουν από κοιλιοκάκη -μια πάθηση στην οποία το σώμα απορρίπτει τη γλουτένη- μπορούν να επωφεληθούν από μια τέτοια δίαιτα, δεν μπορεί να λεχθεί το ίδιο και για «υγιή» άτομα.
Γράφοντας στην επιθεώρηση Journal of Pediatrics, η Δρ Reilley προειδοποιεί: «Δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι τα μεταποιημένα τρόφιμα χωρίς γλουτένη είναι πιο υγιεινά, ούτε έχουν υπάρξει αποδεδειγμένα διατροφικά οφέλη για την υγεία από μια διατροφή χωρίς γλουτένη. Δεν υπάρχουν δεδομένα που να υποστηρίζουν τη θεωρία των εγγενώς τοξικών ιδιοτήτων της γλουτένης σε κατά τα άλλα υγιείς ενήλικες και παιδιά».
«Τα χωρίς γλουτένη συσκευασμένα τρόφιμα περιέχουν συχνά μεγαλύτερη ποσότητα λίπους και ζάχαρης από τα αντίστοιχά τους που περιέχουν γλουτένη. Η έναρξη μιας διατροφής χωρίς γλουτένη οδηγεί συχνά στην εμφάνιση παχυσαρκίας και υπερβολικού βάρος, αντίστασης στην ινσουλίνη και μεταβολικού συνδρόμου. Επίσης, μπορεί να οδηγήσει σε έλλειψη βιταμινών του συμπλέγματος Β, φυλλικό οξέος και σιδήρου, δεδομένης της έλλειψης θρεπτικής οχύρωση πολλών προϊόντων χωρίς γλουτένη».
Προειδοποίησε επίσης ότι οι χωρίς λόγο δίαιτες χωρίς γλουτένη, θα μπορούσαν επίσης να σημαίνουν σημαντική οικονομική επιβάρυνση, καθώς τα χωρίς γλουτένη εξειδικευμένα προϊόντα κοστίζουν συνήθως πολύ περισσότερο από ό, τι τα κανονικά.
Η αγορά για προϊόντα χωρίς γλουτένη αναπτύσσεται με ραγδαίους ρυθμούς σε όλο τον κόσμο. Έχει αυξηθεί κατά 136% μεταξύ 2013 και 2015 και εκτιμάται ότι σήμερα η αξία της ξεπερνά τα 4 δισεκατομμύρια δολάρια σε παγκόσμιο επίπεδο.