Μια αμερικανική έρευνα του Πανεπιστημίου της Γιούτα διαπίστωσε πως 8 στους 10 ασθενείς, ποσοστό δηλαδή της τάξης του 80%, λένε μικρά ή μεγαλύτερα ψέματα στους γιατρούς τους επειδή όλο και κάτι θέλουν να κρύψουν με το οποίο νιώθουν άβολα.Τα αποτελέσματα δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό JAMA Network Open.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την Δρα Άντζελα Φέγκερλιν, βάσισαν τα συμπεράσματά τους σε δύο εθνικές δειγματοληπτικές έρευνες, μία σε 2.011 άτομα με μέση ηλικία 36 ετών και μία σε 2.500 με μέση ηλικία 61 ετών. Όπως διαπιστώθηκε, μεγαλύτερη πιθανότητα να αποκρύψουν την πραγματική εικόνα των συνηθειών και των απόψεών τους έχουν οι γυναίκες, οι νεότεροι σε ηλικία και όσοι έχουν άσχημη υγεία. Οι ερευνητές δήλωσαν έκπληκτοι που ένα τόσο μεγάλο ποσοστό ανθρώπων αποκαλύπτεται ότι αποκρύβει πληροφορίες, ακόμη και τις πιο αθώες
Κλασικές περιπτώσεις είναι οι ανειλικρινείς απαντήσεις που δίνουν οι ασθενείς στις ερωτήσεις του γιατρού αν ασκούνται σωματικά, αν καπνίζουν, πόσο αλκοόλ πίνουν, πόσο και τι τρώνε» ή αν παίρνουν κανονικά τα φάρμακά τους. Πάνω από το ένα τρίτο των ασθενών δεν δηλώνουν ανοιχτά τη διαφωνία τους για τις συστάσεις που τελικά τους κάνει ο γιατρός, ενώ πολλοί είναι αυτοί που δεν παραδέχονται καν ότι δεν αντιλαμβάνονται ξεκάθαρα τι ακριβώς είναι η πάθησή τους ή τι τους συμβουλεύει.
Οι περισσότεροι συμμετέχοντες παραδέχτηκαν πως δεν φέρνουν αντίρρηση, δεν σχολιάζουν ή λένε ψέματα μπροστά στο γιατρό τους, επειδή ντρέπονται μήπως εκείνος τους επικρίνει για το σχόλιο ή την άγνοιά τους και επειδή δεν έχουν διάθεση να ακούσουν τα σχόλια στις κακές συνήθειές τους, όπως το γεγονός ότι καπνίζουν ή καταναλώνουν τροφές κακής ποιότητας.
Το πρόβλημα είναι ότι η ανειλικρίνεια του ασθενούς δυσκολεύει το γιατρό να κάνει σωστά τη δουλειά του, εφόσον δεν έχει όλα τα δεδομένα στη διάθεσή του. Ως εκ τούτου, υπάρχει περίπτωση να συνταγογραφήσουν λάθος φάρμακα, τα οποία μπορεί να προκαλέσουν αρνητικές επιδράσεις.