Οι κακοήθεις όγκοι του μαστού είναι λιγότερο πιθανό να ανιχνευθούν σε υπέρβαρες ή παχύσαρκες γυναίκες, προτού να γίνουν αρκετά μεγάλοι, σύμφωνα με σουηδική μελέτη. Αυτές οι γυναίκες μπορεί να χρειάζονται πιο συχνά μαστογραφία, ώστε να μπορέσουν να εντοπίζονται έγκαιρα οι όγκοι, λένε οι ερευνητές, αλλά οι ειδικοί λένε ότι απαιτούνται περισσότερα στοιχεία.

Οι γυναικολόγοι συνιστούν στις γυναίκες να πραγματοποιούν μαστογραφία κάθε χρόνο μετά τα 40 τους χρόνια, αν και για γυναίκες που κρίνεται ότι διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού (π.χ. λόγω οικογενειακού ιστορικού) συνιστάται η εξέταση να αρχίζει σε μικρότερη ηλικία.

Το υπερβολικό βάρος αυξάνει επίσης τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού σε μια γυναίκα.

Η μελέτη του Ινστιτούτου Karolinksa περιελάμβανε ανάλυση στοιχείων από 2.012 γυναίκες που εμφάνισαν καρκίνο του μαστού μεταξύ 2001 και 2008. Οι γυναίκες έκαναν μαστογραφία κάθε 18 μήνες ή δύο χρόνια, όπως είναι το μοτίβο της εξέτασης στη Σουηδία.

Οι ερευνητές εξέτασαν πόσο μεγάλοι ήταν οι όγκοι στη διάγνωση, καθώς και τον δείκτη μάζας σώματος των γυναικών (ΔΜΣ), ως μέτρο παχυσαρκίας. Η ομάδα διαπίστωσε ότι οι γυναίκες που ήταν υπέρβαρες είχαν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν μεγαλύτερο όγκο, όταν ανιχνεύθηκε, είτε στη μαστογραφία τους είτε μεταξύ των εξετάσεων.

Αυτό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι τα στήθη τους ήταν μεγαλύτερα και ως εκ τούτου ο όγκος ήταν πιο δύσκολο να βρεθεί ή επειδή οι όγκοι τους αυξήθηκαν με ταχύτερο ρυθμό, δήλωσε ο κύριος συγγραφέας της μελέτης Fredrik Strand. Οι μεγαλύτεροι όγκοι τείνουν να έχουν χειρότερη πρόγνωση ίασης.

Ο Δρ Strand δήλωσε: «Η μελέτη μας δείχνει ότι όταν ένας κλινικός γιατρός εξηγεί σε μια ασθενή τα υπέρ και τα κατά της μαστογραφίας, ο υψηλός ΔΜΣ πρέπει να είναι ένα σημαντικό επιχείρημα υπέρ. Επιπλέον, τα συμπεράσματά μας δείχνουν ότι οι γυναίκες με υψηλό ΔΜΣ θα πρέπει να εξετάζονται σε μικρότερα χρονικά διαστήματα».

Ωστόσο, η Sophia Lowes, από το Cancer Research UK, δήλωσε ότι η μελέτη, η οποία παρουσιάζεται στην ετήσια συνάντηση της Ακτινολογικής Εταιρείας της Βόρειας Αμερικής, δεν παρείχε επαρκή στοιχεία, για να υποστηριχθεί η αλλαγή της συχνότητας εξέτασης των γυναικών.