Οι έγκυες γυναίκες που κινδυνεύουν περισσότερο να γεννήσουν πρόωρα θα μπορούσαν να εντοπιστούν μέσω των μικροβίων που βρίσκονται στην αναπαραγωγική τους οδό, σύμφωνα με μελέτη.
Μια ερευνητική ομάδα από το Imperial College του Λονδίνου πραγματοποίησε μια μελέτη στην οποία συνέλεξε δείγματα κολπικού επιχρίσματος από 250 εγκύους και επιπλέον δείγματα από 87 γυναίκες που είχαν υποστεί πρόωρη ρήξη εμβρυικών υμένων.
Οι επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι λεπτές αλλαγές στα κολπικά βακτήρια θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πρόωρη γέννηση, πριν από την 37η εβδομάδα της εγκυμοσύνης. Από τους 250 εγκύους που συμμετείχαν, 27 γέννησαν πρόωρα.
Ο Δρ David MacIntyre, επικεφαλής επιστήμονας της έρευνας, από το Imperial College του Λονδίνου, εξήγησε τη σημασία των ευρημάτων τους: «Αυτή η μελέτη είναι μία από τις πρώτες που δείχνουν ότι περίπου οι μισές εγκυμονούσες γυναίκες μπορεί να έχουν ένα μη ισορροπημένο κολπικό μικροβίωμα πριν από την πρόωρη ρήξη των υμένων, παρέχοντας περαιτέρω στοιχεία για το ρόλο των βακτηρίων σε ορισμένες περιπτώσεις πρόωρων γεννήσεων», δήλωσε.
«Βασικά, τα ευρήματά μας εντοπίζουν δύο διαφορετικές ομάδες γυναικών με πρόωρη ρήξη – μία ομάδα στην οποία στοχευμένα αντιβιοτικά μπορεί να αποδειχθούν αποτελεσματικά επωφελή και μια άλλη στην οποία αυτή η ίδια θεραπεία μπορεί στην πραγματικότητα να είναι επιζήμια».
Προηγούμενη έρευνα έχει οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η ποικιλία των βακτηρίων του κόλπου μειώνεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, με τους γαλακτοβάκιλους να αυξάνονται. Ωστόσο, όταν μειώνονται τα επίπεδα των γαλακτοβάκιλων και αυξάνονται τα επίπεδα άλλων τύπων βακτηρίων σε μια έγκυο, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε πρόωρο τοκετό.
Η μελέτη που πραγματοποιήθηκε από το Imperial College του Λονδίνου και δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση BMC Medicine θα μπορούσε να δώσει στους γιατρούς τα εργαλεία που χρειάζονται για να παρέχουν στις έγκυες γυναίκες τη θεραπεία που χρειάζονται.
«Τα αποτελέσματα μας δείχνουν ότι μια πιο εξατομικευμένη προσέγγιση, μόνο για τις γυναίκες που μπορούν να ωφεληθούν από τα αντιβιοτικά, μπορεί να αποδειχθεί πιο επωφελής από την τρέχουσα θεραπευτική προσέγγιση, που είναι ίδια για όλες», δήλωσε ο Richard Brown, συν-συγγραφέας της μελέτης.