Οι γυναίκες με μεγαλύτερη περιφέρεια μέσης, σε σχέση με την περιφέρεια των γοφών τους, διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο καρδιακής προσβολής από ό,τι οι άνδρες με παρόμοιο σωματότυπο, υποστηρίζει έρευνα του Ινστιτούτου George για την Παγκόσμια Υγεία.

Η μελέτη έδειξε ότι ο λόγος μέσης / ισχίου είναι καλύτερος προγνωστικός δείκτης καρδιακής προσβολής από την παχυσαρκία – 18% ισχυρότερος από τον δείκτη μάζας σώματος στις γυναίκες και 6% στους άνδρες. Η έκθεση διαπίστωσε ότι ένας υψηλός ΔΜΣ συνδέεται με τον κίνδυνο καρδιακής νόσου και στα δύο φύλα.

Οι ερευνητές εξέτασαν στοιχεία από σχεδόν 500.000 ενήλικες του Ηνωμένου Βασιλείου, ηλικίας 40 έως 69 ετών, για τη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Journal of the American Heart Association.

Η Δρ Sanne Peters, επικεφαλής συγγραφέας της έκθεσης, από το ινστιτούτο του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, δήλωσε τα εξής: «Τα ευρήματά μας υποστηρίζουν την άποψη ότι η ύπαρξη αναλογικά περισσότερο λίπους γύρω από την κοιλιά (χαρακτηριστικό του σώματος τύπου μήλου) είναι πιο επικίνδυνη από το περισσότερο σπλαχνικό λίπος, το οποίο αποθηκεύεται γενικά γύρω από τους γοφούς (σώμα τύπου αχλαδιού)».

Είπε επίσης ότι «εξετάζοντας τον τρόπο με τον οποίο κατανέμεται ο λιπώδης ιστός στο σώμα -ειδικά στις γυναίκες- μπορεί να πάρουμε περισσότερες πληροφορίες για τον κίνδυνο καρδιακής προσβολής από την παχυσαρκία γενικά. Η κατανόηση του ρόλου που διαδραματίζουν οι διαφορές φύλου όσον αφορά την κατανομή του σωματικού λίπους στα μελλοντικά προβλήματα υγείας θα μπορούσε να οδηγήσει σε ειδικές παρεμβάσεις δημόσιας υγείας που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικότερα την παγκόσμια επιδημία παχυσαρκίας».

Η έκθεση ανέφερε ότι η σύνθεση του σώματος και η κατανομή του λίπους διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των δύο φύλων, καθώς οι γυναίκες έχουν προδιάθεση για λιπώδη μάζα σώματος και υποδόριο λίπος, ενώ οι άνδρες για άπαχη μάζα σώματος και σπλαχνικό λίπος.

Ο Ashleigh Doggett από το βρετανικό ίδρυμα καρδιολογίας, δήλωσε: «Η μελέτη υπογραμμίζει την ανάγκη για παρόμοιες έρευνες ανάμεσα σε πιο ποικίλους πληθυσμούς και για περαιτέρω έρευνα στις διαφορές φύλου, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε εξατομικευμένη θεραπεία των ασθενών».