Η κατανάλωση τροφίμων σε αλυσίδες γρήγορου φαγητού μπορεί να αυξήσει την έκθεση σε δυνητικά επιβλαβείς χημικές ουσίες που διαταράσσουν τις ορμόνες και που χρησιμοποιούνται για την αύξηση της πλαστικότητας και της ανθεκτικότητας των πλαστικών.

Οι επιστήμονες που διερεύνησαν τα επίπεδα φθαλικών ενώσεων στο ανθρώπινο σώμα, τα οποία συνδέονται με το άσθμα, τον καρκίνο του μαστού, τον διαβήτη τύπου 2 και τα προβλήματα γονιμότητας τα τελευταία χρόνια, ανακάλυψαν ότι είναι σχεδόν 35% υψηλότερα στους συμμετέχοντες που είχαν φάει την προηγούμενη ημέρα έξω, σε σύγκριση με εκείνους που έφαγαν στο σπίτι.

Οι φθαλικές ενώσεις είναι μία κατηγορία χημικών ενώσεων που χρησιμοποιούνται κυρίως ως πλαστικοποιητές (ουσίες που προστίθενται στα πλαστικά για την αύξηση της ευλυγισίας τους) και οι οποίες χρησιμοποιούνται συχνά στις συσκευασίες τροφίμων, καθώς και σε ορισμένα άλλα προϊόντα, όπως δάπεδα, σαπούνια και σαμπουάν και ορισμένες μορφές τους έχουν απαγορευτεί από ορισμένα προϊόντα τις ΗΠΑ και την Ευρώπη.

Ορισμένα τρόφιμα, όπως τα μπιφτέκια και τα σάντουιτς, συνδέονταν με τα υψηλότερα επίπεδα φθαλικών ενώσεων στη μελέτη, αλλά μόνο όταν αγοράζονταν από κατάστημα γρήγορου φαγητού ή καφέ.

Η συσχέτιση ήταν ιδιαίτερα ισχυρή στους εφήβους, σύμφωνα με τους ερευνητές. Οι έφηβοι που έτρωγαν συχνά σε καταστήματα γρήγορου φαγητού είχαν 55% υψηλότερα επίπεδα χημικών ουσιών από ό,τι οι συνομήλικοί τους που έτρωγαν στο σπίτι. Η έρευνα έδειξε ότι τα τρόφιμα που παρασκευάζονται στο σπίτι είναι λιγότερο πιθανό να περιέχουν υψηλά επίπεδα φθαλικών ενώσεων.

«Τα ευρήματά μας υποδεικνύουν ότι το φαγητό μπορεί να είναι μια σημαντική και προηγουμένως μη αναγνωρισμένη πηγή έκθεσης σε φθαλικές ενώσεις για τον πληθυσμό των ΗΠΑ», ανέφεραν οι ερευνητές.

Συνολικά 10.253 άτομα κλήθηκαν να καταγράψουν τι είχαν φάει και από πού τις προηγούμενες 24 ώρες. Τα επίπεδα των βιολογικών δεικτών φθαλικών ενώσεων μετρήθηκαν σε ούρα κάθε συμμετέχοντος. Από ολόκληρη την ομάδα, 61% ανέφερε ότι έφαγε έξω την προηγούμενη μέρα. Η συσχέτιση μεταξύ έκθεσης σε φθαλικές ενώσης και junk food ήταν σημαντική σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, αλλά ιδιαίτερα ισχυρή στους νέους, δήλωσαν οι ερευνητές.

Τα ευρήματα της έρευνας δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Environment International. Η επικεφαλής συγγραφέας Δρ Julia Varshavsky από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεϊ, δήλωσε: «Οι έγκυες γυναίκες, τα παιδιά και οι έφηβοι είναι πιο ευάλωτοι στις τοξικές επιδράσεις των χημικών ουσιών που προκαλούν ορμονικές διαταραχές, επομένως είναι σημαντικό να βρούμε τρόπους για να περιορίσουμε την έκθεσή τους σε αυτές. Μελλοντικές μελέτες θα πρέπει να εξετάσουν πιο αποτελεσματικές παρεμβάσεις για την απομάκρυνση των φθαλικών ενώσεων από την αλυσίδα τροφίμων».