Τα παιδιά που τρώνε περισσότερο ή λιγότερο όταν έχουν άγχος ή είναι ταραγμένα έχουν μάθει αυτήν τη συμπεριφορά και δεν την έχουν κληρονομήσει μέσω των γονιδίων τους.

Μια μελέτη του University College του Λονδίνου έδειξε ότι το οικογενειακό περιβάλλον ήταν η κύρια αιτία της συναισθηματικής διατροφής – της τάσης, δηλαδή, να τρώει περισσότερο ή και λιγότερο, ανάλογα με τη συναισθηματική του κατάσταση, χρησιμοποιώντας το φαγητό ως μέσο για να εκφράσει ή να απαλύνει τα συναισθήματά του.

Η μελέτη έδειξε ότι η τάση των παιδιών οφειλόταν στη συμπεριφορά των γονιών, συμπεριλαμβανομένης της τακτικής να δίνουν στα παιδιά τους τα αγαπημένα τους τρόφιμα για να τα ηρεμήσουν.

Η συναισθηματική διατροφή «δείχνει μια ανθυγιεινή σχέση με τα τρόφιμα», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια Δρ Clare Llewellyn. «Αντί να βρουν πιο θετικές στρατηγικές για να ρυθμίσουν τα συναισθήματά τους, κάποιοι χρησιμοποιούν τις τροφές. Η τάση να θέλουμε να τρώμε περισσότερο ως απάντηση στα αρνητικά συναισθήματα θα μπορούσε να αποτελέσει παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη της παχυσαρκίας, ενώ η συναισθηματική υπερφαγία και ολιγοφαγία θα μπορούσαν να είναι ενδεχομένως σημαντικές στην ανάπτυξη διατροφικών διαταραχών, όπως η νευρική ανορεξία ή η Διαταραχή Επεισοδιακής Υπερφαγίας».

Η μελέτη, η οποία δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Pediatric Obesity, εξέτασε 398 τετράχρονα δίδυμα. Τα μισά προέρχονταν από οικογένειες με παχύσαρκους γονείς, οι οποίες τα έθεταν σε μεγαλύτερο κίνδυνο να γίνουν παχύσαρκοι και τα μισοί από γονείς με υγιές βάρος. Οι γονείς ανέφεραν τις διατροφικές συνήθειες των παιδιών τους και την τάση να τρώνε συναισθηματικά – απαντώντας σε ερωτήσεις, όπως το αν το παιδί ήθελε να τρώει περισσότερο όταν ήταν εκνευρισμένο ή λιγότερο, όταν ήταν λυπημένο.

Οι ερευνητές εξέτασαν τα ερωτηματολόγια μεταξύ ομοζυγωματικών και ετεροζυγωματικών διδύμων μαζί με τα ποσοστά συναισθηματικής διατροφής που εμφάνιζαν και διαπίστωσαν ότι υπήρχε πολύ μικρή διαφορά μεταξύ τους – υποδηλώνοντας ότι το περιβάλλον είχε περισσότερη επιρροή από ότι τα γονίδια.

«Το χαρακτηριστικό της συναισθηματικής διατροφής ξεκινά να αναπτύσσεται στα σημαντικά εκπαιδευτικά χρόνια της προσχολικής ηλικίας και υποδεικνύει ότι υπάρχει περιθώριο για περισσότερες συμβουλές στους γονείς σχετικά με τις στρατηγικές που χρησιμοποιούν για να βοηθήσουν τα παιδιά τους, όταν είναι αναστατωμένα κατά τη διάρκεια των πολύ σημαντικών πρώτων ετών που οι συμπεριφορές αρχίζουν να αναπτύσσονται», δήλωσε η Δρ Llewellyn.

Οι ερευνητές δήλωσαν ότι η συναισθηματική διατροφή είναι ένα διαρκές γνώρισμα που θα μπορούσε να συνεχιστεί και μετά την ενηλικίωση των παιδιών. Και αν και δεν κληρονομείται μέσω κάποιου γονιδίου, η τακτική της χρήσης τροφής για να ηρεμήσει τα παιδιά, ως ανταμοιβή ή ως τρόπο ελέγχους της συμπεριφοράς θα μπορούσε να περνάει από τη μια γενιά στην άλλη.