Πολλά ζευγάρια πριν ακόμα ξεκινήσουν προσπάθειες για εγκυμοσύνη προσέρχονται σε ένα Ιατρείο Αναπαραγωγής για να διαπιστώσουν αν είναι γόνιμοι ή πόσο γόνιμοι είναι. Είναι γεγονός πώς μόνο το «βιολογικό πείραμα» μπορεί να απαντήσει θετικά στην παραπάνω ερώτηση. Αυτό που μπορούμε να πούμε σε ένα ζευγάρι είναι μόνο αν υπάρχει αδυναμία σύλληψης ή αν χρειάζεται περισσότερος χρόνος απ’ ό,τι συνήθως για να επιτευχθεί μία εγκυμοσύνη. Η πιθανότητα ένα υγιές ζευγάρι να επιτύχει σύλληψη σε έναν κύκλο είναι μεταξύ 22-25% ανάλογα με την ηλικία της γυναίκας.

Μετά από 12 μήνες ελεύθερων επαφών το 85% των ζευγαριών θα έχουν πετύχει εγκυμοσύνη. Αυτό σημαίνει ότι τα ζευγάρια δεν θα πρέπει να αποθαρρύνονται όταν δεν καταφέρνουν κύηση τους πρώτους μήνες προσπαθειών και να αγνοήσουν την πίεση του οικογενειακού κυρίως περιβάλλοντος.

Με δύο απλές εξετάσεις, το ορμονικό προφίλ στη γυναίκα και ένα σπερμοδιάγραμμα στον άνδρα, μπορούμε να αποκλείσουμε αιτίες υπογονιμότητας που καλύπτουν το 50-60% των περιπτώσεων. Αυτός ο έλεγχος μπορεί να γίνει ακόμα και πριν από την έναρξη των προσπαθειών, καθώς είναι απλές, φθηνές και μη επεμβατικές. Το ζευγάρι έχει έτσι τη δυνατότητα να κερδίσει χρόνο σε περίπτωση που βρεθεί κάποια παθολογία, η οποία θα χρειαστεί διόρθωση. Σε περίπτωση που ο πρωταρχικός αυτός έλεγχος αποβεί αρνητικός, το ζευγάρι μπορεί να συνεχίσει τις προσπάθειες. Σε εύλογο χρονικό διάστημα 6-12 μηνών θα ακολουθήσει περαιτέρω έλεγχος.

Συχνά κάποια ζευγάρια υπό καθεστώς άγχους και πίεσης στρέφονται άμεσα σε κάποια Μονάδα Εξωσωματικής Γονιμοποίησης για τη διερεύνηση πιθανών ζητημάτων υπογονιμότητας. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να οδηγούνται σχεδόν αμέσως σε αυτή τη διαδικασία.

Η εξωσωματική γονιμοποίηση αποτελεί πραγματική επανάσταση στην ιατρική τα τελευταία 35-40 χρόνια. Είναι σημαντικό όμως ειδικά στην εποχή μας λόγω και της έντονης οικονομικής κρίσης τα ζευγάρια να εξαντλούν τα περιθώρια διόρθωσης πιθανών αιτιών υπογονιμότητας.

Σήμερα γνωρίζουμε ότι κάποιοι παράγοντες που στο παρελθόν θεωρούνταν φυσιολογικοί επηρεάζουν τη διαδικασία της αναπαραγωγής. Για παράδειγμα, κάποιες ορμόνες πρέπει να είναι ρυθμισμένες σε διαφορετικά επίπεδα για τις γυναίκες που θέλουν να μείνουν έγκυες σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό. Επίσης, τα χαμηλά επίπεδα κάποιων βιταμινών μπορεί να αναστείλουν τις διαδικασίες αναπαραγωγής. Αυτές οι καταστάσεις μπορεί από μόνες τους να μην έχουν επίδραση στη σύλληψη, όταν όμως συνυπάρχουν περισσότερες από μία δύνανται να καθυστερήσουν το επιθυμητό αποτέλεσμα ή και να προκαλέσουν υπογονιμότητα.

Είναι επομένως σημαντικό, πριν το ζευγάρι ξεκινήσει τις προσπάθειες, η γυναίκα να έχει ρυθμίσει αυτές τις παραμέτρους, κάτι που γίνεται σχετικά εύκολα και σε σύντομο χρονικό διάστημα. Πέρα από τα ζητήματα γονιμότητας, κάθε ζευγάρι πριν ξεκινήσει τις προσπάθειες σύλληψης θα πρέπει να ελεγχθεί για την πιθανότητα και οι δύο να είναι φορείς των δύο συχνότερων κληρονομικών παθήσεων, της μεσογειακής αναιμίας και της κυστικής ίνωσης. Πρόκειται για δύο πολύ σοβαρές ασθένειες. Η διαπίστωση πριν από την κύηση ότι και οι δύο γονείς είναι φορείς δίνει περισσότερες επιλογές παρέμβασης από την περίπτωση που η διάγνωση γίνει κατά την διάρκεια της κύησης.

Λάμπρος Ι. Δημολένης
MD, Msc, Μαιευτήρας-Γυναικολόγος, Κάτοχος Master «Έρευνα στη Γυναικεία Αναπαραγωγή», Μέλος της Σουηδικής Εταιρείας Αναπαραγωγικής Ιατρικής
www.gynaikologosathens.gr

ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ ΤΟ

MD, Msc, Μαιευτήρας-Γυναικολόγος, Κάτοχος Master «Έρευνα στη Γυναικεία Αναπαραγωγή», Μέλος της Σουηδικής Εταιρείας Αναπαραγωγικής Ιατρικής,