Η αλλαγή της ώρας που τρώμε τα γεύματά μας μπορεί να είναι το κλειδί για τη μείωση του σωματικού λίπους, όπως ισχυρίζεται μια νέα έρευνα.
Σύμφωνα με μια μελέτη διάρκειας δέκα εβδομάδων για την «περιορισμένη χρονικά σίτιση» στο Πανεπιστήμιο του Σάρεϊ, η ώρα των γευμάτων μπορεί να έχει σημαντικό αντίκτυπο στη σύνθεση του σώματος.
Σε αντίθεση με άλλες μελέτες σχετικά με τον συγκεκριμένο τύπο διαλείπουσας νηστείας, οι συμμετέχοντες δεν χρειάστηκε να ακολουθήσουν μια συγκεκριμένη διατροφή και μπορούσαν να τρώνε ό,τι ήθελαν, εφ ‘όσον ήταν μέσα σε ένα συγκεκριμένο χρονικό παράθυρο.
Οι ερευνητές χώρισαν τους συμμετέχοντες σε δύο ομάδες: μια ομάδα ελέγχου που έτρωγε τα γεύματά της ως συνήθως και μια άλλη ομάδα που έπρεπε να φάει το πρωινή της 90 λεπτά αργότερα από το κανονικό και το δείπνο της 90 λεπτά νωρίτερα.
Κάθε συμμετέχοντας συμπλήρωσε ημερολόγιο της διατροφής του καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνας, παρέδωσε εκ των προτέρων δείγμα αίματος και έπειτα απάντησε σε ένα ερωτηματολόγιο.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι όσοι έτρωγαν μέσα σε ένα συγκεκριμένο χρονικό παράθυρο έχασαν περισσότερο από το διπλάσιο σωματικό λίπος κατά μέσο όρο, από ό,τι η ομάδα ελέγχου. Το ερωτηματολόγιο αποκάλυψε επίσης ότι το 57% των συμμετεχόντων στην ομάδα μελέτης διαπίστωσε μείωση της κατανάλωσης τροφής λόγω μειωμένης όρεξης ως αποτέλεσμα της περιοριστικής χρονικής περιόδου κατά την οποία τους επιτρεπόταν να φάνε.
Μετά τη μελέτη, οι ερευνητές εξέτασαν αν αυτή η μορφή διακοπτόμενης νηστείας ήταν βιώσιμη μακροπρόθεσμα. Ωστόσο, περισσότερο από το ήμισυ (57%) των συμμετεχόντων στην ομάδα διαλείπουσας νηστείας δήλωσαν ότι δεν θα είναι σε θέση να τη διατηρήσουν επειδή είναι ασυμβίβαστη με την οικογενειακή και κοινωνική τους ζωή. Από την άλλη πλευρά, το 43% δήλωσε ότι θα εξέτασζε το ενδεχόμενο διατήρησης του χρονικού παραθύρου, εάν υπήρχε μεγαλύτερη ευελιξία όσον αφορά τους χρόνους κατανάλωσης.
«Αν και αυτή η μελέτη είναι μικρή, μας έχει δώσει μια ανεκτίμητη εικόνα για το κατά πόσο μικρές αλλαγές στην ώρα φαγητού μπορούν να έχουν οφέλη για το σώμα μας», εξήγησε ο επικεφαλής συγγραφέας Δρ Jonathan Johnston, από το Πανεπιστήμιο του Σάρεϊ.
Η μελέτη βασίστηκε σε δείγμα 16 υγιών ατόμων ηλικίας μεταξύ 29 και 57 ετών.