Ερευνητές έχουν εντοπίσει δύο βιοδείκτες που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στη διάγνωση μιας καρδιακής πάθησης που αυξάνει τον κίνδυνο καρδιακής ανεπάρκειας, εγκεφαλικού και εμφράγματος: Η κολπική μαρμαρυγή είναι η πιο συχνή διαταραχή του καρδιακού ρυθμού (αρρυθμία), που επηρεάζει εκατομμύρια άτομα σε όλο τον κόσμο, αλλά συχνά ανιχνεύεται μόνο αφού κάποιος έχει υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο.

Προς το παρόν, ένα ηλεκτροκαρδιογράφημα το οποίο μετρά την ηλεκτρική δραστηριότητα της καρδιάς, χρησιμοποιείται συνήθως για την εξέταση ασθενών για κολπική μαρμαρυγή. Αυτή η μελέτη, όμως, από ερευνητές του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ, διαπίστωσε ότι τρεις κλινικοί παράγοντες κινδύνου και δύο βιοδείκτες είχαν ισχυρή σύνδεση με την κολπική μαρμαρυγή.

Εκείνοι που διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο της πάθησης ήταν μεγαλύτεροι σε ηλικία, άνδρες και είχαν υψηλό Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ), σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας.

Οι ερευνητές εξέτασαν 638 ασθενείς νοσοκομείων που εισήχθησαν μεταξύ 2014 και 2016 για οξείες ασθένειες. Πήραν δείγμα αίματος και αναζήτησαν 40 καρδιοαγγειακούς βιοδείκτες και εξέτασαν επτά κλινικούς παράγοντες κινδύνου – ηλικία, φύλο, υπέρταση, καρδιακή ανεπάρκεια, ιστορικό εγκεφαλικού επεισοδίου ή παροδικού ισχαιμικού επεισοδίου, νεφρική λειτουργία και ΔΜΣ. Επίσης, έκαναν σε όλους ηχοκαρδιογράφημα.

Δύο βιοδείκτες ξεχώρισαν ως άμεσα συνδεόμενοι με την κολπική μαρμαρυγή, σύμφωνα με τους ερευνητές. Ο ένας είναι μια ορμόνη που εκκρίνεται από την καρδιά, η οποία ονομάζεται νατριουρητικό πεπτίδιο τύπου Β (BNP) και η άλλη είναι μια πρωτεΐνη υπεύθυνη για τη ρύθμιση των φωσφορικών ανιόντων που ονομάζεται ινοβλαστικός αυξητικός παράγοντας 23 (FGF-23).

Οι ερευνητές λένε ότι οι άνθρωποι θα μπορούσαν να εξετάζονται για την πάθηση με τεστ αίματος, για να δουν αν έχουν αυξημένα επίπεδα των δύο βιοδεικτών.

Ο Δρ Winnie Chua, εκ των επικεφαλής της μελέτης, δήλωσε: «Τα άτομα με κολπική μαρμαρυγή έχουν πολύ μεγαλύτερη πιθανότητα να αναπτύξουν θρόμβους και να υποφέρουν από εγκεφαλικά επεισόδια. Για την αποφυγή τους είναι σημαντικό να λαμβάνουν αντιπηκτικά φάρμακα, όμως η διάγνωση συνήθως γίνεται μετά από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό οι ασθενείς που διατρέχουν κίνδυνο να εξετάζονται εκ των προτέρων, έτσι ώστε να μπορούν να παίρνουν αντιπηκτικά φάρμακα εγκαίρως, για να αποτρέψουν πιθανές απειλητικές για τη ζωή τους επιπλοκές».

Η έρευνα διεξήχθη από επιστήμονες του Ινστιτούτου Καρδιοαγγειακών Επιστημών και του Ινστιτούτου Καρκίνου και Γονιδιωματικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ και δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση European Heart Journal.