Το να αφήνουμε ένα διάστημα δύο ωρών ανάμεσα στο φαγητό και τον ύπνο δεν είναι απαραίτητα ωφέλιμο για την υγεία μας, σύμφωνα με μια νέα επιστημονική μελέτη.

Είναι γενικά αποδεκτό ότι το φαγητό λίγο προτού πέσουμε στο κρεβάτι μπορεί να έχει μακροπρόθεσμα αρνητικές επιπτώσεις στην ευημερία μας, οδηγώντας σε προβλήματα όπως ο αυξημένος κίνδυνος καρκίνου και η παχυσαρκία.

Ωστόσο, οι ερευνητές της Σχολής Επιστημών Υγείας του Πανεπιστημίου της Οκαγιάμα στην Ιαπωνία αποφάσισαν να ξεκαθαρίσουν αυτόν τον ισχυρισμό: σύμφωνα με την έρευνά τους το να αφήνουμε ένα διάστημα δύο ωρών μεταξύ του τελευταίου γεύματος της ημέρας και του ύπνου είναι απίθανο να επηρεάσει τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα. Στην Ιαπωνία, οι υπηρεσίες υγείας συνιστούν στο κοινό συνιστάται να αφήνει δύο ώρες μεταξύ δείπνου και ύπνου τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα.

Για τη μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό BMJ Nutrition, Prevention and Health, οι ερευνητές ανέλυσαν στοιχεία που συγκεντρώθηκαν μεταξύ 2012 και 2014 από 1.573 υγιείς μεσήλικες και ηλικιωμένους από την Οκαγιάμα στη δυτική Ιαπωνία.Κανείς από τους ενήλικες δεν είχε κάποιο θέμα υγείας που να σχετίζεται με τον διαβήτη, τα δύο τρίτα των συμμετεχόντων ήταν γυναίκες και η πλειοψηφία τους ήταν άνω των 65 ετών.

Η ομάδα αξιολόγησε τις διατροφικές συνήθειες της ομάδας, εκτός από άλλους παράγοντες του τρόπου ζωής τους, όπως το βάρος τους, το πόσο γρήγορα τρώνε, το πόση σωματική δραστηριότητα κάνουν και το αν καπνίζουν. Κατά τη διάρκεια της μελέτης, οι ερευνητές παρακολούθησαν επίσης τα επίπεδα HbA1c των συμμετεχόντων, τα οποία δείχνουν τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα σε περίοδο δύο έως τριών μηνών.

Μία μειοψηφία των συμμετεχόντων έτρωγε τακτικά λιγότερο από δύο ώρες προτού κοιμηθεί.

Ενώ τα μέσα επίπεδα HbA1c αυξήθηκαν ελαφρώς καθ ‘όλη τη διάρκεια της μελέτης, από 5,2% το 2012 σε 5,58% το 2013 και 2014, οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ένα διάστημα  τουλάχιστον δύο ωρών μεταξύ φαγητού και ύπνου είχε ελάχιστη επίδραση στην άνοδο αυτήν. Διαπίστωσαν ότι άλλοι παράγοντες του τρόπου ζωής, όπως η αρτηριακή πίεση, η σωματική άσκηση και η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, είχαν σημαντικότερο αντίκτυπο στα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα.

Ενώ οι ερευνητές αναγνωρίζουν ότι η μελέτη είναι αποκλειστικά παρατηρητική, πιστεύουν ότι τα ευρήματά τους καταδεικνύουν ότι απαιτείται μεγαλύτερη έμφαση στην ενθάρρυνση των ανθρώπων να ακολουθήσουν έναν ισορροπημένο τρόπο ζωής, αντί να παροτρύνουν τους ανθρώπους να αφήσουν ένα διάστημα δύο ωρών μεταξύ του ύπνου και του τελευταίου γεύματος της ημέρας.