Οι ερευνητές βρίσκονται ένα βήμα πιο κοντά στην κατανόηση της αντίδρασης του οργανισμού στα οπιούχα αναλγητικά, όπως η μορφίνη και η φαιντανύλη, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει στην ανάπτυξη ασφαλέστερων φαρμάκων του είδους.

Τα οπιοειδή είναι μια κατηγορία ισχυρών παυσίπονων που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση μέτριου έως σοβαρού πόνου. Δρουν στο κεντρικό νευρικό σύστημα, διεγείροντας τους υποδοχείς οπιοειδών, οι οποίοι στη συνέχεια εμποδίζουν τον πόνο. Αλλά η συνεχιζόμενη χρήση μπορεί να οδηγήσει σε εξάρτηση και συμπτώματα στέρησης, εν μέρει επειδή η ανοχή του οργανισμού αναπτύσσεται γρήγορα και ο έλεγχος του πόνου μειώνεται.

Τώρα, μια έρευνα που δημοσιεύθηκε στο Nature Communications έχει εντοπίσει τους συγκεκριμένους μοριακούς μηχανισμούς στο σώμα που ανταποκρίνονται στα οπιοειδή και προκαλούν αυτήν την αυξανόμενη ανοχή. Ο Έλληνας Δρ Alexis Bailey από το Πανεπιστήμιο St George του Λονδίνου ήταν μέλος της ερευνητικής ομάδας, η οποία καθοδηγούταν από τον καθηγητή Schulz του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της Ιένας στη Γερμανία. Οι ερευνητές ανέπτυξαν γενετικά τροποποιημένα ποντίκια που δεν διέθεταν τους υποδοχείς τους οποίους στοχεύουν τα οπιοειδή αναλγητικά στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Αυτά τα ποντίκια στη συνέχεια δημιούργησαν πολύ μικρή ανοχή στα οπιοειδή, όπως η φαιντανύλη και η μορφίνη. Ως αποτέλεσμα, η αναλγητική δράση αυτών των φαρμάκων αυξήθηκε δραματικά, ενώ οι παρενέργειές τους, όπως η δυσκοιλιότητα, η αναπνευστική καταστολή και τα συμπτώματα στέρησης, παρέμειναν αμετάβλητες ή επιδεινώθηκαν.

Τα ευρήματα των ερευνητών δείχνουν ότι η ανοχή και η εξάρτηση είναι δύο διαχωρίσιμα φαινόμενα που διέπονται από ξεχωριστούς μοριακούς μηχανισμούς. Ο Δρ Alexis Bailey, λέκτορας Νευροφαρμακολογίας στο St George, δήλωσε: «Τα λεγόμενα “ασφαλή οπιοειδή” που θα είναι λιγότερο πιθανό να οδηγήσουν σε εξάρτηση, ανοχή και κίνδυνο τυχαίας υπερδοσολογίας είναι το Άγιο Δισκοπότηρο της έρευνας για τα οπιούχα αναλγητικά. Αυτή η μελέτη μας φέρνει ένα βήμα πιο κοντά στην κατανόηση των μοριακών μηχανισμών με τους οποίους αντιδρά το σώμα σε αυτά, που είναι βασική προϋπόθεση για τη δημιουργία νέων ασφαλέστερων φαρμάκων».