Οι έγκυες γυναίκες που χρησιμοποιούν οικιακά προϊόντα που περιέχουν συγκεκριμένες χημικές ουσίες ίσως θέτουν σε κίνδυνο την υγεία των πνευμόνων του παιδιού τους, σύμφωνα με νέα έρευνα.

Μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό The Lancet Planetary Health εξέτασε δεδομένα από περισσότερα από 1.000 ζεύγη μητέρων-παιδιών και βρήκε δεσμούς μεταξύ της προγεννητικής έκθεσης σε parabens (παραβένια ή PBs), φθαλικές ενώσει και υπερφθοροαλκυλικές ουσίες (PFAS) και μειωμένη πνευμονική λειτουργία στα παιδιά.

Τα PFAS βρίσκονται σε πολλά οικιακά προϊόντα και συσκευασίες τροφίμων, όπως συσκευασίες ποπ κορν για τον φούρνο μικροκυμάτων και αντικολλητικά και ανοξείδωτα μαγειρικά σκεύη. Αυτά τα χημικά μπορούν να απορροφηθούν από τη μητέρα μέσω της τροφής ή του νερού και στη συνέχεια από το αγέννητο μωρό, το οποίο θα τα απορροφήσει μέσω του πλακούντα.

Η μελέτη διεξήχθη από το Ινστιτούτο Παγκόσμιας Υγείας της Βαρκελώνης και το Γαλλικό Ινστιτούτο Υγείας και Βιοϊατρικής Έρευνας, τα οποία συνεργάστηκαν με άλλες ευρωπαϊκές επιστημονικές ομάδες. Οι ερευνητές εξέτασαν στοιχεία συμμετεχόντων από έξι διαφορετικές ευρωπαϊκές χώρες – την Ελλάδα, την Ισπανία, τη Γαλλία, τη Λιθουανία και τη Νορβηγία- και βρήκαν συνολικά 85 περιπτώσεις έκθεσης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και 125 κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας.

Οι ερευνητές μέτρησαν τη λειτουργία των πνευμόνων στα παιδιά μία φορά όταν ήταν έξι χρονών και άλλη μία στα 12 τους μέσω σπιρομέτρησης, ένα απλό τεστ που χρησιμοποιείται για τη διάγνωση των πνευμονικών παθήσεων, το οποίο λειτουργεί με τη μέτρηση του ποσού του αέρα που μπορεί κάποιος να εκπνεύσει σε μία αναπνοή.

Οι ερευνητές εντόπισαν συνολικά εννέα εκθέσεις σε αυτές τις ουσίες που συνδέθηκαν με εξασθενημένη λειτουργία των πνευμόνων, με τις ουσίες DINP και το DEHP να ξεχωρίζουν ως αυτές με την πιο ισχυρή σύνδεση – και οι δύο χρησιμοποιούνται σε σειρά πλαστικών προϊόντων και μπορούν να απορροφηθούν μέσω του δέρματος.

«Αυτή είναι η πρώτη μελέτη που εφαρμόζει μια εκτεταμένη προσέγγιση για τον προσδιορισμό των συσχετίσεων μεταξύ της έκθεσης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και της παιδικής ηλικίας σε διάφορους σημαντικούς περιβαλλοντικούς παράγοντες και στην εξασθένιση της λειτουργίας των πνευμόνων, αντιπροσωπεύοντας έτσι ένα νέο πρότυπο στην έρευνα για την περιβαλλοντική υγεία», εξήγησε η Martine Vrijheid, συντονίστρια της μελέτης.

Η Vrijheid πρόσθεσε ότι τα ευρήματα θα μπορούσαν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις από τη σκοπιά της δημόσιας υγείας: «Τα προληπτικά μέτρα για τη μείωση της έκθεσης στις χημικές ουσίες που εντοπίστηκαν, συμπεριλαμβανομένης μιας αυστηρότερης ρύθμισης και της επισήμανσής τους στα καταναλωτικά προϊόντα για την καλύτερη ενημέρωση του κοινού, θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην πρόληψη της πνευμονικής δυσλειτουργίας στην παιδική ηλικία και να ωφελήσουν την υγεία μακροπρόθεσμα», ανέφερε.