Ένα συμπλήρωμα διατροφής που χορηγείται σε πρόωρα νεογνά που θηλάζουν μετά την έξοδο από το νοσοκομείο μπορεί να αποτρέψει την απώλεια βάρους σε μια κρίσιμη στιγμή στην ανάπτυξή τους, σύμφωνα με μια μικρή μελέτη.
Οι γιατροί σε νοσοκομείο του Σαουθάμπτον ανακάλυψαν ότι οκτώ εβδομάδες επιπλέον θρεπτικών ουσιών, οδήγησαν σε καλύτερη ανάπτυξη στα μωρά έναν χρόνο αργότερα. Επίσης, το συμπλήρωμα διατροφής έδωσε στις μητέρες αυτοπεποίθηση και τις ενθάρρυνε να συνεχίσουν τον θηλασμό, ανέφεραν. Ωστόσο, απαιτούνται μεγαλύτερες μελέτες για να επιβεβαιωθούν τα ευρήματα.
Το μητρικό γάλα από μόνο του δεν ανταποκρίνεται πάντα στις διατροφικές ανάγκες των ευάλωτων μωρών που γεννήθηκαν πριν από τις 37 εβδομάδες κύησης. Η Δρ Luise Marino, πανεπιστημιακός και διαιτολόγος στο Νοσοκομείο Παίδων του Σαουθάμπτον, δήλωσε ότι το βάρος όλων των βρεφών μειώνεται περίπου κατά 10% σύντομα μετά τη γέννησή τους, λόγω απώλειας νερού.
«Αλλά δεν θέλουμε να συμβαίνει αυτό στα πρόωρα μωρά», είπε: «Δεν έχουν αρκετό λίπος, μέταλλα ή σίδηρο, έτσι χρειάζονται επιπλέον θρεπτικά συστατικά».
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, στα πρόωρα βρέφη που θηλάζουν χορηγείται συμπλήρωμα διατροφής με πρωτεΐνες και άλλα θρεπτικά στοιχεία, όπως ασβέστιο, κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στις μονάδες νεογνών. Σε αυτό το στάδιο, το συμπλήρωμα, γνωστό και ως ενισχυτικό μητρικού γάλακτος, αναμειγνύεται με το μητρικό γάλα.
Ωστόσο, όταν τα πρόωρα μωρά παίρνουν εξιτήριο και πηγαίνουν στο σπίτι τους, έχοντας φτάσει σε ένα αποδεκτό βάρος, σταματούν και το διατροφικό συμπλήρωμα. Οι γιατροί δεν μπορούν να τo συνταγογραφήσουν και έτσι οποιαδήποτε συμπληρωματικά θρεπτικά συστατικά χρειάζονται τα μωρά τα παίρνουν συχνά από βρεφική φόρμουλα γάλακτος, ανέφεραν οι ερευνητές από το Νοσοκομείο Παίδων του Σαουθάμπτον.
Οι επιστήμονες εξέτασαν τα αποτελέσματα της χορήγησης του συμπληρώματος σε 32 μητέρες και τα μωρά τους για οκτώ εβδομάδες απ’ όταν γύρισαν στο σπίτι και βρήκαν βελτίωση στο βάρος των νεογνών, την ανάπτυξη του κεφαλιού και του ύψους τους στις οκτώ εβδομάδες και άλλη μία φορά στους 12 μήνες, σε σύγκριση με τα πρόωρα μωρά που μόνο θηλάζαν.
Το μέσο βάρος των παιδιών στη μελέτη ήταν 1,3 κιλά κατά τη γέννηση, και τα περισσότερα γεννήθηκαν μετά από περίπου 30 εβδομάδες εγκυμοσύνης. Όταν πήγαν στο σπίτι, τα μωρά ζύγιζαν 2,5 κιλά κατά μέσο όρο.
Η Δρ Marino δήλωσε ότι οι γονείς που συμμετείχαν στη μελέτη δήλωσαν ότι αισθάνονταν λιγότερο ανήσυχοι για την ανάπτυξη του μωρού τους και ότι το έβρισκαν εύκολο να δίνουν το συμπλήρωμα στα μωρά τους. Η μελέτη δημοσιεύεται στο Archives of Disease in Childhood.