Τα περιστατικά γνωστικής εξασθένησης-διαταραχής και άνοιας-Αλτσχάιμερ αυξάνονται με ανησυχητικό ρυθμό παγκοσμίως, λόγω και της γήρανσης του πληθυσμού. Οι επιστήμονες αναζητούν συνεχώς καινούργιους τρόπους ώστε να μειωθεί η ταχύτητα της εξέλιξης αυτής. Επιστήμονες στις ΗΠΑ ανακοίνωσαν ότι είναι δυνατό να σταματήσει ή ακόμη και να αναστραφεί η απώλεια της μνήμης μέσω εγκεφαλικής διέγερσης, που επέφερε συγχρονισμό στους ρυθμούς διαφορετικών εγκεφαλικών κυκλωμάτων.

Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου της Βοστώνης, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό νευροεπιστήμης «Nature Neuroscience», πειραματίστηκαν με 42 εθελοντές ηλικίας 60 έως 76 ετών και άλλους 42 ηλικίας 20 έως 29 ετών, που χωρίστηκαν σε δύο ομάδες, από τις οποίες η μία υποβλήθηκε σε εγκεφαλική διέγερση και η άλλη όχι.

Οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν επί 25 λεπτά μια μη επεμβατική τεχνική διέγερσης των κροταφικών και προμετωπιαίων εγκεφαλικών περιοχών, ώστε τα εγκεφαλικά κύματα των εθελοντών να συγχρονισθούν με ένα συγκεκριμένο ρυθμό. Μέσω ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος και με ειδικά τεστ μετρήθηκαν οι επιδράσεις στη βραχύχρονη ενεργό μνήμη, γνωστή και ως μνήμη εργασίας (working memory), η οποία σχετίζεται με την ικανότητα να συγκρατούμε πληροφορίες για μελλοντική χρήση. Η μνήμη εργασίας εξασθενεί όσο προχωρά η ηλικία.

Διαπιστώθηκε  ότι χωρίς τη διέγερση του εγκεφάλου οι ηλικιωμένοι είχαν πιο αργή και λιγότερο ακριβή μνήμη από ό,τι οι νεότεροι. Όταν όμως ο εγκέφαλος των ηλικιωμένων διεγειρόταν και συγχρονιζόταν κατάλληλα, τότε η μνήμη τους βελτιωνόταν γρήγορα, σε σημείο που έμοιαζε πλέον με τη μνήμη των νέων ενηλίκων. Αυτό διαρκούσε περίπου 50 λεπτά μετά την εφαρμογή της εγκεφαλικής διέγερσης.

Οι επιστήμονες ανέφεραν ότι θα συνεχίσουν την έρευνα τους και εξέφρασαν την ελπίδα ότι τα ευρήματα τους θα βοηθήσουν, ώστε να αναπτυχθούν στο μέλλον νέες αποτελεσματικότερες μη φαρμακευτικές παρεμβάσεις για να αντιμετωπισθεί η έκπτωση των μνημονικών και γνωστικών διαδικασιών λόγω προχωρημένης ηλικίας. Άλλοι επιστήμονες εμφανίστηκαν επιφυλακτικοί, έως ότου τα νέα ευρήματα επιβεβαιωθούν από μελλοντική μεγαλύτερη έρευνα και αποδειχθεί στην πράξη η κλινική αξία τους.