Η δρ Μέρι Κάρολ Χάντερ αναπληρώτρια καθηγήτρια του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν και οι συνεργάτες της σχεδίασαν ένα πείραμα με στόχο να μπορέσουν να υπολογίσουν ρεαλιστικά ποια είναι η αποτελεσματική ενάντια στο στρες δόση επαφής με τη φύση. Ζήτησαν από εθελοντές σε ένα διάστημα οκτώ εβδομάδων να έλθουν σε επαφή με τη φύση επί 10 λεπτά ή περισσότερο, τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα. Παράλληλα, μέτρησαν τα επίπεδα κορτιζόλης των συμμετεχόντων λαμβάνοντας δείγμα σάλιου πριν και μετά την επαφή με τη φύση (η μέτρηση γινόταν μία φορά ανά δύο εβδομάδες).

Οι συμμετέχοντες ήταν ελεύθεροι να επιλέξουν την ώρα της ημέρας, τη διάρκεια της «πράσινης» βόλτας τους καθώς και το μέρος που θα έρχονταν σε επαφή με τη φύση. Υπήρχαν ορισμένοι περιορισμοί ώστε να ελαχιστοποιηθεί η επίδραση παραγόντων που είναι γνωστό ότι επιδρούν στο στρες: έπρεπε να αλληλεπιδρούν με τη φύση υπό το φως του ήλιου, να μην κάνουν αεροβική άσκηση και να αποφεύγουν τη χρήση μέσων κοινωνικής δικτύωσης, του Internet, να μη μιλούν στο τηλέφωνο και να μη διαβάζουν.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, μόλις 20 λεπτά επαφής με τη φύση ήταν αρκετά για να μειώσουν σημαντικά τα επίπεδα κορτιζόλης. Η μεγαλύτερη πάντως μείωση των επιπέδων της ορμόνης του στρες εμφανιζόταν έπειτα από 20-30 λεπτά «φυσικής εμπειρίας» – είτε το άτομο καθόταν είτε περπατούσε μέσα στο πράσινο. Μετά το μισάωρο τα αντι-στρεσογόνα οφέλη συνέχιζαν να αυξάνονται αλλά με πιο αργό ρυθμό.

«Οι επαγγελματίες υγείας μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα αποτελέσματά μας ως πυξίδα προκειμένου να «συνταγογραφούν» τη σωστή δόση φύσης στους ασθενείς τους. Η μελέτη μας προσφέρει τις πρώτες εκτιμήσεις σχετικά με το πόσο η επαφή με τη φύση επιδρά στα επίπεδα του στρες στο πλαίσιο της πολυάσχολης καθημερινότητας» ανέφερε η κύρια συγγραφέας της μελέτης στην επιθεώρηση Frontiers in Psychology. Ελπίζει δε ότι τα ευρήματα θα αποτελέσουν τη βάση για περαιτέρω έρευνα. «Η πειραματική προσέγγισή μας μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο ώστε να αξιολογηθεί πώς η ηλικία, το φύλο, η εποχικότητα, η φυσική κατάσταση και η κουλτούρα επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα των εμπειριών στη φύση στην ευζωία του κάθε ανθρώπου. Μια τέτοια αναλυτική αξιολόγηση θα επιτρέψει στο μέλλον εξατομικευμένη «συνταγογράφηση» επαφής με τη φύση καθώς και πολύτιμη γνώση σχετικά με τον σχεδιασμό των πόλεων και των προγραμμάτων που στοχεύουν σε καλύτερη ποιότητα ζωής του πληθυσμού».