Ερευνητές του Ηνωμένου Βασιλείου εξέτασαν 165.000 ασθενείς που λάμβαναν στατίνες και διαπίστωσαν ότι για έναν στους δύο τα φάρμακα είχαν πολύ μικρή επίδραση στην κακή χοληστερόλη – έναν από τους μεγάλους παράγοντες κινδύνου για καρδιακές παθήσεις.
Οι επιστήμονες δεν είναι σίγουροι γιατί οι στατίνες φαίνεται να βοηθούν κάποιους περισσότερο από άλλους, υπογραμμίζουν όμως ότι οι ασθενείς δεν πρέπει να σταματήσουν να παίρνουν τα φάρμακα χωρίς να συμβουλευτούν τον γιατρό τους. Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι οι ασθενείς δεν παίρνουν τελικά τα φάρμακα ή ότι οι δόσεις που τους συνταγογραφούν οι γιατροί τους είναι πολύ χαμηλές.
Η καρδιαγγειακή νόσος είναι από τις μεγαλύτερες αιτίες θανάτου παγκοσμίως. Η «κακή» χοληστερόλη (LDL) είναι ένας σημαντικός παράγοντας για την εμφάνισή της, καθώς μπορεί να οδηγήσει σε φράξιμο των αιμοφόρων αγγείων.
Η μείωση των κορεσμένων λιπαρών από τη διατροφή μας μπορεί να βοηθήσει στη μείωση της κακής χοληστερόλης, αλλά μερικοί άνθρωποι χρειάζονται επίσης φαρμακευτική αγωγή. Εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο λαμβάνουν στατίνες για τον λόγο αυτό.
Αλλά οι στατίνες μπορούν να προκαλέσουν παρενέργειες και υπάρχει μια συζήτηση στην ιατρική κοινότητα σχετικά με το σε ποιούς ασθενείς θα πρέπει να συνταγογραφούνται.
Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Heart, εξέτασε 165.411 ασθενείς που λάμβαναν στατίνες για να μειώσουν τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιακών παθήσεων, μειώνοντας τη χοληστερόλη τους σε υγιές επίπεδο. Όμως οι μισοί από τους ασθενείς δεν είδαν τη χοληστερόλη τους να μειώνεται αρκετά -δηλαδή την απαιτούμενη μείωση κατά 40% ή περισσότερο- ακόμα και μετά από καθημερινή θεραπεία για δύο χρόνια.
Ο ερευνητής Δρ Stephen Weng, από το Πανεπιστήμιο του Νότινγχαμ, δήλωσε: «Η έρευνά μας έδειξε ότι σχεδόν στους μισούς από τους ασθενείς που λαμβάνουν το φάρμακο, οι στατίνες είναι πολύ αποτελεσματικές και προσφέρουν σημαντική προστασία από καρδιαγγειακές παθήσεις. Ωστόσο, στους άλλους μισούς δεν βλέπουμε συγκεκριμένο όφελος».
Στη μελέτη, στο μεγαλύτερο ποσοστό ασθενών με ανεπαρκή απόκριση στις στατίνες είχε δοθεί χαμηλότερη δόση, σε σύγκριση με εκείνους με βέλτιστη απόκριση.
«Πρέπει να αναπτύξουμε καλύτερους τρόπους για να κατανοήσουμε τις διαφορές μεταξύ των ασθενών και τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να προσαρμόσουμε μια αποτελεσματικότερη θεραπεία με στατίνες», δήλωσε ο Δρ Weng.