Επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο Γέιλ απέδειξαν ότι η φράση «το διάβασμα κάνει καλό» ισχύει. Για τις ανάγκες της μελέτης ζήτησαν τη βοήθεια 3.635 εθελοντών, ανδρών και γυναικών, ηλικίας άνω των 50 ετών και τους χώρισαν σε τρεις ομάδες: σε όσους δεν διάβαζαν βιβλία, σε όσους διάβαζαν έως και τρεισήμισι ώρες την εβδομάδα και σε όσους διάβαζαν βιβλία για περισσότερο από τρεισήμισι ώρες την εβδομάδα.

Συγκριτικά με τους «αδιάβαστους», όσοι διάβαζαν έως τρεισήμισι ώρες την εβδομάδα είχαν 17% λιγότερες πιθανότητες να πεθάνουν στη διάρκεια 12 ετών παρακολούθησης, ενώ όσοι διάβαζαν περισσότερες από τρεισήμισι ώρες την εβδομάδα διέτρεχαν κατά 23% μικρότερο κίνδυνο θανάτου. Αυτό σημαίνει πως οι βιβλιοφάγοι ζουν κατά μέσο όρο δύο χρόνια περισσότερο από εκείνους που δεν διαβάζουν. Η συσχέτιση αυτή διατηρήθηκε ακόμη και όταν οι ερευνητές έλαβαν υπόψη άλλους παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη θνησιμότητα, όπως η ηλικία, το φύλο, τυχόν συνυπάρχοντα προβλήματα υγείας, η κατάθλιψη, η εργασιακή και η οικογενειακή κατάσταση.

Το πλεονέκτημα των δύο επιπλέον χρόνων ζωής είναι μεγαλύτερο για όσους διαβάζουν βιβλία από ό,τι μεταξύ όσων διαβάζουν άλλα έντυπα όπως είναι οι εφημερίδες και τα περιοδικά. Όσο για το πώς είναι δυνατόν μια καθιστική δραστηριότητα να αυξάνει το προσδόκιμο της επιβίωσης, οι επιστήμονες ισχυρίζονται πως βάσει πολλών μελετών το διάβασμα οξύνει τις νοητικές δεξιότητες, μειώνοντας τον κίνδυνο εκδήλωσης νοσημάτων όπως το Αλτσχάιμερ.

Ακόμη, σύμφωνα με βρετανούς επιστήμονες, το διάβασμα των βιβλίων είναι ένα ισχυρό όπλο ενάντια στο στρες, αφού αρκούν έστω και μερικά λεπτά ανάγνωσης για να μειωθεί κατά 68% το στρες. Η αποτελεσματικότητά του, μάλιστα, στην καταπολέμηση του άγχους είναι μεγαλύτερη σε σχέση με άλλες μεθόδους χαλάρωσης. Οι ειδικοί πιστεύουν ότι αυτό συμβαίνει επειδή, όταν διαβάζουμε, το μυαλό μας συγκεντρώνεται στην ανάγνωση και αυτό μας βοηθά να ξεχάσουμε τις έγνοιες μας και να μεταφερθούμε σε έναν φανταστικό κόσμο μακριά από κάθε βασανιστική σκέψη.