Οι χειρουργικές και μη χειρουργικές επεμβάσεις για την αύξηση του μεγέθους του πέους δεν είναι γενικά αποτελεσματικές και ενέχουν υψηλό ρίσκο, σύμφωνα με νέα μελέτη.
Σύμφωνα με ανασκόπηση ερευνών που δημοσιεύθηκε στο Sexual Medicine Reporting, όχι μόνο η πλειονότητα αυτών των θεραπειών είναι «αναποτελεσματικές», αλλά μπορούν να οδηγήσουν σε σοβαρές επιπλοκές, όπως μόνιμο μούδιασμα, παραμόρφωση του πέους και στυτική δυσλειτουργία. Οι περισσότεροι άνδρες μάλιστα είναι δυσαρεστημένοι με τα αποτελέσματα μετά τις θεραπείες.
Η ανασκόπηση διεξήχθη από ομάδα ουρολόγων στο νοσοκομείο του King’s College στο Λονδίνο και ερευνητές του Ινστιτούτου Ψυχιατρικής, Ψυχολογίας και Νευροεπιστήμης του ίδιου πανεπιστημίου.
Οι ερευνητές περιέλαβαν 17 έρευνες στην ανασκόπηση, αξιολογώντας στοιχεία για συνολικά 1.192 άνδρες που είχαν υποβληθεί είτε σε χειρουργική είτε σε μη χειρουργική θεραπεία για να αυξήσουν το μέγεθος του πέους τους.
Οι μη χειρουργικές θεραπείες περιλαμβάνουν συσκευές επέκτασης, ενέσιμες θεραπείες για την αύξηση της περιφέρειας και συσκευές με κενό αέρα, οι οποίες χρησιμοποιούνται επίσης για τη θεραπεία της στυτικής δυσλειτουργίας. Συνολικά εξετάστηκαν 21 διαφορετικοί τύποι θεραπείας, οι οποίοι πραγματοποιήθηκαν είτε στη Βρετανία είτε στο εξωτερικό.
Οι άνδρες που επιδιώκουν τη μεγέθυνση του πέους τους μερικές φορές διαγιγνώσκονται με μια ψυχολογική κατάσταση που ονομάζεται «διαταραχή δυσμορφίας πέους», δηλαδή πιστεύουν ότι έχουν μικρό πέος αν και στην πραγματικότητα έχει κανονικό μήκος, όπως περιγράφεται σε μια αναθεώρηση του 2017 για τη χειρουργική επιμήκυνσης πέους.
«Η μελέτη μας διαπίστωσε ότι τα συνολικά αποτελέσματα των θεραπειών ήταν φτωχά, με χαμηλά ποσοστά ικανοποίησης των ασθενών και σημαντικό κίνδυνο σοβαρών επιπλοκών», έγραψαν οι ερευνητές της: «Η θεραπεία επιμήκυνση για άνδρες με φυσιολογικό πέος στηρίζεται σε ελάχιστα αποδεικτικά στοιχεία, χαμηλής ποιότητας. Η παροχή συμβουλών και ενημέρωσης θα πρέπει να λεπτομερής, ενώ οι θα πρέπει να εφαρμόζονται μόνο σε όσους έχουν σοβαρό πρόβλημα ή εξακολουθούν να επιμένουν να υποβληθούν σε αυτές».
Οι συγγραφείς κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι ενέσιμες θεραπείες και οι χειρουργικές επεμβάσεις θα πρέπει να θεωρούνται «τελευταία επιλογή».