Τα προβιοτικά είναι μη παθογόνοι ζωντανοί μικροοργανισμοί συνήθως βακτήρια που ζουν στην εντερική χλωρίδα και έχουν ευεργετική λειτουργία για τον οργανισμό καταπολεμώντας τις φλεγμονές του εντέρου.
Το 2013, ο όρος ψυχοβιοτικά έκανε την εμφάνιση του καθώς έπειτα από μελέτες φάνηκε ότι συγκεκριμένες ομάδες προβιοτικών μπορούν να επηρεάσουν την ψυχολογική διάθεση του ανθρώπου, να ρυθμίσουν τα επίπεδα του στρες και του άγχους και να συμβάλλουν στην καταπολέμηση της κατάθλιψης και άλλων ψυχιατρικών καταστάσεων.
Τώρα, μια νέα ανασκόπηση μελετών επιβεβαιώνει τα προηγούμενα ευρήματα: όσοι υποφέρουν από άγχος, μπορούν να βοηθηθούν, ρυθμίζοντας τους μικροοργανισμούς του εντέρου τους με προβιοτικές ή μη προβιοτικές παρεμβάσεις, όπως η αλλαγή της διατροφής. Η έρευνα, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό γενικής ψυχιατρικής «General Psychiatry», εξετάζει κατά πόσο η ρύθμιση της μικροχλωρίδας (μικροβιώματος) του εντέρου μπορεί να βελτιώσει τα συμπτώματα άγχους.
Ερευνητές από το Κέντρο Ψυχικής Υγείας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Τζιάο Τονγκ της Σανγκάης έκαναν ανασκόπηση σε 21 μελέτες που αφορούσαν συνολικά 1.503 ανθρώπους. Οι 14 από τις μελέτες είχαν χρησιμοποιήσει παρεμβάσεις με προβιοτικά, ενώ οι υπόλοιπες επτά μη προβιοτικές παρεμβάσεις, όπως η αλλαγή της καθημερινής διατροφής.
Συνολικά, φάνηκε ότι από τις 21 μελέτες οι 11 είχαν θετική επίδραση στα συμπτώματα του άγχους, το οποίο σημαίνει ότι πάνω από τις μισές έρευνες (52%) επιβεβαίωσαν την αγχολυτική αποτελεσματικότητα αυτής της μεθόδου. Είναι αξιοσημείωτο ότι μόνο το 36% των προβιοτικών παρεμβάσεων είχαν θετικά αποτελέσματα στο άγχος, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τις μη προβιοτικές παρεμβάσεις ήταν 86% (έξι στις επτά).
Στις περιπτώσεις που χρησιμοποιήθηκαν οι συνήθεις θεραπείες για το άγχος συνδυαστικά με τις παρεμβάσεις για τη ρύθμιση της μικροχλωρίδας του εντέρου, τα θετικά αποτελέσματα ήταν εμφανή μόνο στις περιπτώσεις των μη προβιοτικών παρεμβάσεων.
Οι ερευνητές υποστήριξαν πως ενδέχεται οι μη προβιοτικές παρεμβάσεις, όπως η αλλαγή της διατροφής, να είναι σημαντικά πιο αποτελεσματικές, επειδή έχουν μεγαλύτερη επίπτωση στην ανάπτυξη των βακτηρίων στο έντερο, από ό,τι η εισαγωγή συγκεκριμένων βακτηρίων μέσω των προβιοτικών συμπληρωμάτων.