Τα προβλήματα ύπνου που έχουν οι έφηβοι μπορούν να μειωθούν μετά από μόλις μία εβδομάδα, αρκεί σε αυτό το διάστημα να περιοριστεί η έκθεσή τους το βράδυ σε συσκευές με οθόνες που εκπέμπουν φως, όπως τα κινητά τηλέφωνα, τα tablet και οι υπολογιστές, σύμφωνα με μια μελέτη.

Η έρευνα δείχνει ότι με τη μείωση της έκθεσής τους σε συσκευές που εκπέμπουν μπλε φως, μπορεί να βελτιωθεί η ποιότητα ύπνου των εφήβων και να μειωθούν τα συμπτώματα κόπωσης, έλλειψης συγκέντρωσης και οι μεταβολές της διάθεσης μέσα σε επτά ημέρες.

Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι η υπερέκθεση πριν από τον ύπνο στο μπλε φως που εκπέμπεται από τις οθόνες ηλεκτρονικών συσκευών μπορεί να επηρεάσει το «ρολόι» του εγκεφάλου και την παραγωγή της ορμόνης του ύπνου, της μελατονίνης, με αποτέλεσμα να διαταραχθεί ο χρόνος και η ποιότητα του ύπνου.

Η νέα έρευνα διαπίστωσε ότι οι έφηβοι που περνούσαν περισσότερες από τέσσερις ώρες την ημέρα μπροστά σε μια οθόνη, κοιμόταν και ξυπνούσαν κατά μέσο όρο 30 λεπτά αργότερα από εκείνους που περνούσαν λιγότερο από μία ώρα την ημέρα και είχαν περισσότερα συμπτώματα απώλειας ύπνου.

Η ερευνητική ομάδα διεξήγαγε μια δοκιμή για να αξιολογήσει τις επιπτώσεις που έχει το μπλοκάρισμα του μπλε φωτός με ειδικά γυαλιά και ο μηδενικός χρόνος μπροστά στην οθόνη κατά τη διάρκεια της νύχτας στο μοτίβο ύπνου 25 χρηστών ηλεκτρονικών συσκευών. Η παρεμπόδιση του μπλε φωτός με γυαλιά και η αποφυγή της οθόνης είχε ως αποτέλεσμα να κοιμούνται και να ξυπνούν 20 λεπτά νωρίτερα και τη μείωση των αναφερθέντων συμπτωμάτων απώλειας ύπνου μετά από μόλις μια εβδομάδα.

Ο Δρ Dirk Jan Stenvers από το τμήμα ενδοκρινολογίας και μεταβολισμού στο Πανεπιστήμιο UMC του Άμστερνταμ δήλωσε: «Οι έφηβοι περνούν όλο και περισσότερο χρόνο μπροστά σε συσκευές με οθόνες και τα προβλήματα ύπνου είναι συχνά σε αυτήν την ηλικιακή ομάδα. Στην έρευνα δείχνουμε πολύ απλά ότι αυτά τα προβλήματα ύπνου μπορούν να αντιστραφούν εύκολα ελαχιστοποιώντας τη χρήση συσκευών με οθόνη το βράδυ ή την έκθεση στο μπλε φως τους».

Η μελέτη έγινε σε συνεργασία μεταξύ του Ολλανδικού Ινστιτούτου Νευροεπιστημών, του UMC του Άμστερνταμ και του Ολλανδικού Εθνικού Ινστιτούτου Δημόσιας Υγείας και Περιβάλλοντος. Οι ειδικοί εξέφρασαν την ικανοποίησή τους για την έρευνα που παρουσιάστηκε στην ετήσια συνάντηση της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ενδοκρινολογίας στη Λυών της Γαλλίας, αλλά προειδοποίησε ότι χρειάζεται περαιτέρω έρευνα για την ανάλυση των ευρημάτων της.