Οι έρευνες που έχουν γίνει μέχρι τώρα δείχνουν ότι υπάρχει σύνδεση ανάμεσα στα χρόνια εκπαίδευσης κάποιου και στο μειωμένο κίνδυνο καρδιακής προσβολής και εγκεφαλικού. Κάθε 3,6 πρόσθετα χρόνια εκπαίδευσης μπορεί να μειώσουν κατά το ένα τρίτο τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου. Οι λόγοι της συγκεκριμένης σχέσης παρέμεναν άγνωστοι. Μια μελέτη, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο ιατρικό περιοδικό «The BMJ», έδειξε ότι ο μειωμένος Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ), η μειωμένη αρτηριακή πίεση και το λιγότερο κάπνισμα των ατόμων με υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο εξηγούν εν μέρει αυτήν τη συσχέτιση.
Διαπιστώθηκε ότι κάθε 3,6 έξτρα χρόνια εκπαίδευσης σχετίζονται με μείωση του ΔΜΣ κατά μία μονάδα και με μείωση της συστολικής αρτηριακής πίεσης κατά 3 mm/Hg. Αυτοί οι παράγοντες συνδυασμένοι αντιπροσωπεύουν περίπου το 40% της προστασίας που ασκεί η εκπαίδευση στην υγεία της καρδιάς.
Στο πλαίσιο της μελέτης οι επιστήμονες συνέκριναν σε 217.000 Βρετανούς τα χρόνια της εκπαίδευσης με τους τρεις παράγοντες (ΔΜΣ, αρτηριακή πίεση, κάπνισμα). Παράλληλα, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της τυχαιοποίησης του Μέντελ -η οποία χωρίζει το δείγμα σε ομάδες με τυχαίο τρόπο, ώστε να «εξουδετερώνονται» οι προσωπικές μεταβλητές που θα μπορούσαν να επηρεάσουν το αποτέλεσμα- εξέτασαν σε πάνω από ένα εκατομμύριο συμμετέχοντες το γονιδίωμα, το οποίο φαίνεται να επηρεάζεται έπειτα από πολυετή εκπαίδευση.
Ο επικεφαλής της μελέτης, δρ Ντιπέντερ Τζιλ από τη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Imperial College του Λονδίνου, ανέφερε ότι «ίσως οι πιο μορφωμένοι άνθρωποι κάνουν πιο πολλές προληπτικές εξετάσεις και επισκέπτονται πιο συχνά τους γιατρούς». Η Άλις Κάρτερ από το Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ τόνισε ότι με τη νέα έρευνα δεν πρέπει να εξαχθεί το συμπέρασμα πως νομοτελειακά όποιος δεν έχει αρκετά χρόνια μόρφωσης θα αναπτύξει πρόβλημα στην καρδιά.
Μελλοντικές παρεμβάσεις στο ΔΜΣ, την αρτηριακή πίεση και το κάπνισμα, σε συνδυασμό με τις προσπάθειες, ώστε να έχουν όλοι ίσες ευκαιρίες στην εκπαίδευση και αυτή να γίνεται διαρκώς περισσότερα χρόνια υποχρεωτική, μπορεί να επιφέρουν πολλά θετικά αποτελέσματα, σύμφωνα με τους ερευνητές.