Η θερμοκρασία του δωματίου -ένα συχνό μέτωπο αντιπαράθεσης μεταξύ ανδρών και γυναικών- κάνει τη διαφορά στις επιδόσεις που επιτυγχάνουν τα δύο φύλα σε μαθηματικά και λεκτικά τεστ, σύμφωνα με νέα έρευνα.
Συγκεκριμένα, οι γυναίκες πέτυχαν καλύτερα αποτελέσματα όταν η θερμοκρασία ήταν μεγαλύτερη, ενώ οι άντρες τα πήγαν καλύτερα όταν το δωμάτιο ήταν πιο δροσερό.
Πολλές έρευνες έχουν δείξει ότι οι γυναίκες τείνουν να προτιμούν τις υψηλότερες θερμοκρασίες στους εσωτερικούς χώρους, αλλά η μελέτη αυτή εξέτασε πώς η θερμοκρασία θα μπορούσε να επηρεάζει τις διαφορές στις πνευματικές επιδόσεις, σύμφωνα με τους συγγραφείς της μελέτης Tom Chang, από την Σχολή Επιχειρήσεων Marshall του Πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνιας και Agne Kajackaite, από την Κέντρο Κοινωνικών Επιστημών WZB του Βερολίνου στη Γερμανία.
Η έρευνα περιελάμβανε 542 φοιτητές σε πανεπιστήμια της Γερμανίας, οι οποίοι χωρίστηκαν σε 24 ομάδες και συμμετείχαν σε μαθηματικά, λεκτικά και τεστ λογικής σε αίθουσες που είχαν θερμοκρασίες από 16 βαθμούς έως 32 βαθμούς Κελσίου. Ως ανταμοιβή και κίνητρο, οι συμμετέχοντες έπαιρναν μετρητά με βάση τα αποτελέσματά τους.
Οι γυναίκες, οι οποίες ήταν το 41% των συμμετεχόντων, σημείωσαν γενικά μεγαλύτερη βαθμολογία στα μαθηματικά και λεκτικά τεστ όταν το δωμάτιο ήταν στο μάξιμουμ της θερμοκρασίας, ενώ οι άνδρες γενικά τα κατάφεραν καλύτερα στις χαμηλότερες θερμοκρασίες. Η βελτιωμένη απόδοση των γυναικών στις θερμότερες θερμοκρασίες ήταν μεγαλύτερη από ό,τι η μείωση των επιδόσεων των ανδρών σε αυτές τις θερμοκρασίες.
Η θερμοκρασία δωματίου πάντως δεν επηρέασε την απόδοση κανενός από τα δύο φύλα στα τεστ λογικής, σύμφωνα με τη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό PLOS ONE.
Τα ευρήματα δείχνουν ότι η θερμοκρασία μπορεί να επηρεάζει περισσότερο τους ανθρώπους σε περισσότερα και σημαντικότερα θέματα από την άνεσή τους και μόνο, σύμφωνα με τους Chang και Kajackaite. Είναι πιθανό «οι συνήθεις μεταβολές στη θερμοκρασία δωματίου να μπορούν να επηρεάσουν τις γνωστικές επιδόσεις σημαντικά και διαφορετικά για τους άνδρες και τις γυναίκες», όπως ανέφεραν σε δελτίο Τύπου.
Οι ερευνητές επεσήμαναν ότι η δοκιμή έγινε σε μια σχετικά παρόμοια ομάδα Γερμανών φοιτητών, συνεπώς τα ευρήματα μπορεί να διαφέρουν για άλλες ομάδες ανθρώπων.