Νέες έρευνες δείχνουν ότι η υπνική άπνοια μπορεί να αυξήσει τις πιθανότητες για εμφάνιση της νόσου του Αλτσχάιμερ.
Δεν είναι σαφές, ωστόσο, αν η υπνική άπνοια προκαλεί τη συσσώρευση των πρωτεϊνών ταυ στον εγκέφαλο που αποτελούν δείκτη της νόσου του Αλτσχάιμερ ή εάν οι αυξημένες πρωτεΐνες ταυ προκαλούν την άπνοια, ανέφεραν οι ερευνητές.
«Δεδομένου ότι η συσσώρευση πρωτεϊνών ταυ είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της νόσου του Αλτσχάιμερ, η αύξησή τους εγείρει ανησυχίες ότι η υπνική άπνοια θα μπορούσε να κάνει τους ανθρώπους που υποφέρουν από αυτήν πιο ευάλωτους στη νόσο», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής Δρ Diego Carvalho, νευρολόγος στην κλινική Mayo.
Η νέα μελέτη -που θα παρουσιαστεί σε προσεχή συνεδρίαση της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας (AAN)- είναι σύμφωνη με προηγούμενες έρευνες που δείχνουν ότι η υπνική άπνοια ύπνου αυξάνει τον κίνδυνο άνοιας, ανέφερε.
«Ωστόσο, είναι επίσης πιθανό η νόσος του Αλτσχάιμερ να προδιαθέτει τους ανθρώπους για υπνική άπνοια ή να υπάρχει αμφίδρομη σχέση μεταξύ των δύο», ανέφερε ο Δρ Carvalho.
Η αποφρακτική υπνική άπνοια είναι μια χρόνια κατάσταση που μπορεί να προκαλέσει διακοπή της αναπνοής κατά τη διάρκεια του ύπνου. Η ταυ, μια πρωτεΐνη που σχηματίζει «κόμπους» στον εγκέφαλο, εντοπίζεται σε άτομα με Αλτσχάιμερ.
Για τη μελέτη, η ομάδα του Carvalho εξέτασε 288 άτομα, ηλικίας 65 ετών και άνω, χωρίς προβλήματα σκέψης και μνήμης. Κάθε συμμετέχοντας στη μελέτη υποβλήθηκε σε τομογραφία για να εντοπιστούν εναποθέσεις πρωτεΐνης ταυ στο τμήμα του εγκεφάλου που εμπλέκεται στη μνήμη και την αντίληψη του χρόνου. Σε αυτήν την περιοχή, ένα τμήμα του κροταφικού λοβού, είναι πιθανότερο να συσσωρευτεί η συγκεκριμένη πρωτεΐνη από ό,τι σε άλλες περιοχές του εγκεφάλου.
Επιπρόσθετα, οι ερευνητές ρώτησαν τους συντρόφους των συμμετεχόντων αν τους είχαν δει ποτέ τους να υποφέρουν από υπνική άπνοια – 43 είχαν τέτοια επεισόδια. Αυτοί είχαν σχεδόν 5% περισσότερη πρωτεΐνη ταυ σε σχέση με τους συμμετέχοντες χωρίς επεισόδια άπνοιας κατά τον ύπνο.
Η μελέτη έχει αρκετούς περιορισμούς, σημειώνουν οι ερευνητές. Ο αριθμός των συμμετεχόντων ήταν μικρός. Δεν πραγματοποιήθηκαν μελέτες ύπνου για επιβεβαίωση της ύπαρξης υπνικής άπνοιας και δεν ήταν σαφές εάν οι συμμετέχοντες ήδη λάμβαναν θεραπεία για αυτό.
«Οι άνθρωποι που έχουν υπνική άπνοια θα πρέπει να ζητήσουν ιατρική βοήθεια για να τη θεραπεύσουν, αν ενδείκνυται», δήλωσε ο Carvalho. Περισσότερη μελέτη είναι απαραίτητη για να μετρηθεί εάν η θεραπεία της υπνικής άπνοιας αποτρέπει την συσσώρευση ταυ και μειώνει τον κίνδυνο άνοιας, πρόσθεσε.