Οι εφαρμογές που βοηθούν στην παρακολούθηση του ύπνου ύπνου, προκαλούν στους ανθρώπους τόσο άγχος και εμμονή για τον ύπνο τους που τελικά εμφανίζουν αϋπνία, σύμφωνα με έναν κορυφαίο νευρολόγο.
Μιλώντας στο επιστημονικό φεστιβάλ του Τσέλτενχαμ ο Δρ Guy Leschziner, ειδικός στις διαταραχές ύπνου και σύμβουλος στο νοσοκομείο Guy του Λονδίνου, δήλωσε ότι η αυξανόμενη ανησυχία του αν κοιμόμαστε αρκετά, έχει συνέπειες.
«Έχουμε δει πολλούς ανθρώπους που έχουν εμφανίσει αϋπνία ως αποτέλεσμα είτε εφαρμογών για τον ύπνο είτε διαβάζοντας θέματα για το πόσο καταστροφική είναι η στέρηση του ύπνου», δήλωσε ο Leschziner. Ένα μεγάλο ποσοστό των ασθενών που αναζητούν θεραπεία για την αϋπνία εμφανίζονται στην κλινική του με στοιχεία για τις συνήθειες ύπνου τους που συγκέντρωσαν με τη χρήση apps και συχνά διστάζουν να διαγράψουν αυτές τις εφαρμογές για το κινητό τους, ανέφερε: «Είναι μάλλον δύσκολο να τους αποτρέψουμε από τη χρήση τους».
Οι περισσότερες εφαρμογές δεν έχουν κλινική επιβεβαίωση ότι βοηθούν στον ύπνο και παρακολουθούν μόνο την κίνηση, οπότε δεν παρέχουν πληροφορίες για την ποιότητα του ύπνου, πρόσθεσε. «Η άποψή μου για τις εφαρμογές που παρακολουθούν τον ύπνο μας είναι αρκετά κυνική: Εάν ξυπνάτε και αισθάνεστε κουρασμένοι και κάνετε ανήσυχο ύπνο, τότε ξέρετε ότι υπάρχει πρόβλημα», είπε. «Αν ξυπνάτε και αισθάνεστε ανανεωμένοι καθημερινά, έχετε ευεξία όλη την ημέρα και είστε έτοιμοι να κοιμηθείτε την ίδια ώρα κάθε νύχτα, τότε πιθανότατα κοιμάστε αρκετά – δεν χρειάζεστε μια εφαρμογή για να σας το πει αυτό».
Παρόμοιες ανησυχίες επισημάνθηκαν σε μια σειρά μελετών που δημοσιεύθηκαν πέρυσι από μια ερευνητική ομάδα στο Σικάγο, οι οποίες περιγράφουν πώς η μικροδιαχείριση του ύπνου με εφαρμογές είχε οδηγήσει κάποιους τελικά σε διαταραχές ύπνου.
Οι έρευνες δείχνουν ότι για τους περισσότερους ανθρώπους ο βέλτιστος χρόνος ύπνου είναι περίπου οκτώ ώρες, αλλά αυτό ποικίλλει ευρέως από άτομο σε άτομο. Για τους ανθρώπους που χρειάζονται λιγότερο ύπνο, το να ειδοποιούνται για το γεγονός ότι δεν κοιμούνται «αρκετά» από κάποια εφαρμογή, θα μπορούσε να οδηγήσει στο φαινόμενο nocebo, όπου η προσδοκία αρνητικών συμπτωμάτων οδηγεί στους ανθρώπους να αισθάνονται πραγματικά χειρότερα.