Ερευνητική ομάδα από τα πανεπιστήμια της Αϊόβα και της Ουάσιγκτον διεξήγαγαν έρευνα για να διαπιστώσουν πώς τα τηγανητά φαγητά επηρεάζουν τις γυναίκες μετά την κλιμακτήριο. Για να τον λόγο αυτό, αξιολόγησαν δεδομένα από περισσότερες από 100.000 γυναίκες οι οποίες συμμετείχαν στο Women’s Health Initiative (WHI) , ηλικίας 50 έως 79 ετών, τα οποία συλλέχθηκαν μέσω ερωτηματολογίου, μεταξύ 1993 και 1998.
Στη συνέχεια, τις παρακολουθούσαν έως και τον Φεβρουάριο του 2017 και όπως αναφέρεται στην έρευνα που δημοσιεύτηκε στο ιατρικό περιοδικό British Medical Journal, σε αυτό το διάστημα των 19 έως 24 ετών, οι 31.588 συμμετέχουσες απεβίωσαν.
Οι επιστήμονες αξιολόγησαν πόσα τηγανητά έτρωγαν οι συμμετέχουσες, περιλαμβανομένων φαγητών όπως τηγανητό κοτόπουλο, ψάρι και πατάτες. Επίσης, έλαβαν υπ’ όψη τους άλλους παράγοντες που είχαν να κάνουν με τον τρόπο ζωής τους και κατέληξαν ότι η καθημερινή κατανάλωση τηγανητών μπορεί να σχετιστεί με πρόωρο θάνατο.
Ειδικότερα, αναφέρουν ότι όσες καταναλώνουν μία ή και περισσότερες μερίδες τηγανητού κοτόπουλου την ημέρα αυξάνουν κατά 13% την πιθανότητα πρόωρου θανάτου από οποιαδήποτε παθολογική αιτία και κατά 12% από κάποια καρδιαγγειακή πάθηση, σε σχέση με όσες τα καταναλώνουν πιο σπάνια. Τα αντίστοιχα ποσοστά για το τηγανητό ψάρι είναι 7% περισσότερες πιθανότητες πρόωρου θανάτου από οποιαδήποτε παθολογική αιτία και 13% από καρδιαγγειακή πάθηση.
Οι γυναίκες που κατανάλωναν τηγανητές τροφές πιο συχνά ήταν συνήθως νεότερες, με χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης και εισοδήματος, οι οποίες είχαν μεγαλύτερη πιθανότητα να είναι καπνίστριες, να γυμνάζονται λιγότερο και να έχουν χαμηλότερη ποιότητα ζωής.
Οι επιστήμονες σημειώνουν ότι το μεγάλο ποσοστό του δείγματος που είχαν διαθέσιμο, καθιστά τα αποτελέσματα της έρευνας τους αξιόπιστα. «Έχουμε εντοπίσει ένα παράγοντα κινδύνου για θνησιμότητα λόγω καρδιαγγειακών παθήσεων, που μπορεί εύκολα να τροποποιηθεί με βάση τον τρόπο ζωής και τις διατροφικές», αναφέρουν ενώ συστήνουν την μείωση στην κατανάλωση τηγανητού κοτόπουλου και ψαριού – θαλασσινών, καθώς όπως σημειώνουν θα έχει σημαντικό αποτέλεσμα σε όλο το φάσμα της δημόσιας υγείας.