Η ατμοσφαιρική ρύπανση συνδέεται με την πτώση της δραστηριότητας των ωοθηκών μιας γυναίκας, όπως αποκάλυψαν ερευνητές.
Σύμφωνα με ειδικούς, τα ευρήματα δείχνουν ότι το γυναικείο αναπαραγωγικό σύστημα επηρεάζεται από περιβαλλοντικούς παράγοντες, αν και η μελέτη δεν εξετάζει ειδικά τις επιπτώσεις της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στη γονιμότητα. Ωστόσο, πρόσθεσαν ότι εάν ένα τέτοιο αποτέλεσμα ήταν μόνιμο, θα μπορούσε να σημαίνει ότι οι γυναίκες θα μπορούσαν να έχουν μικρότερη αναπαραγωγική περίοδο στη ζωή τους και να μπαίνουν πιο νωρίς σε εμμηνόπαυση.
«Οι περιβαλλοντικές πτυχές της ζωής μας έχουν σημασία, έτσι πρέπει να φροντίζουμε τόσο για τους εσωτερικούς όσο και τους εξωτερικούς χώρους», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής της μελέτης, Antonio La Marca, του Πανεπιστημίου Modena e Reggio Emilia στην Ιταλία.
Τα ευρήματα, που παρουσιάστηκαν στην ετήσια συνάντηση της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ανθρώπινης Αναπαραγωγής και Εμβρυολογίας, βασίζονται σε μελέτη των επιπέδων μιας ορμόνης που ονομάζεται AMH. Αυτή απελευθερώνεται από τα κύτταρα στις ωοθήκες και δίνει μια ένδειξη για το «απόθεμα» ωαρίων μιας γυναίκας – τον αριθμό των βιώσιμων ωαρίων που μπορούν να παράγουν οι ωοθήκες. Το επίπεδο αυτό διαφέρει μεταξύ των γυναικών και επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες, όπως η γενετική προδιάθεση, η ηλικία και το κάπνισμα. Η σύνδεσή της με τη γονιμότητα είναι αμφισβητήσιμη: ένα χαμηλό απόθεμα ωαρίων δεν σημαίνει απαραίτητα ότι η φυσική σύλληψη θα είναι δύσκολη.
Ωστόσο, ο La Marca υποστήριξε ότι προηγούμενες μελέτες είχαν υπογραμμίσει την ύπαρξη σύνδεσης μεταξύ της υψηλότερης ατμοσφαιρικής ρύπανσης και της μειωμένης γονιμότητας στις γυναίκες και έρευνες σε ζώα δείχνουν ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση μπορεί να επηρεάσει τα επίπεδα της ΑΜΗ.
Για να ερευνήσουν περαιτέρω το ζήτημα, ο La Marca και οι συνεργάτες του εξέτασαν τα επίπεδα AMH σε περίπου 1.300 γυναίκες – τα δείγματα συλλέχθηκαν από τις αρχές του 2007 έως το φθινόπωρο του 2017. Από τις διευθύνσεις των συμμετεχόντων, η ομάδα υπολόγισε τα ημερήσια επίπεδα μικροσωματίδιων γνωστών ως PM2.5 και PM10, καθώς και τα επίπεδα διοξειδίου του αζώτου.
Για τις γυναίκες ηλικίας άνω των 25 ετών, τα επίπεδα της ΑΜΗ στο αίμα έπεφταν με την ηλικία. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη αυτήν την παράμετρο, η ομάδα διαπίστωσε ότι τα επίπεδα AMH ήταν χαμηλότερα μεταξύ των γυναικών που ζούσαν σε περιοχές με υψηλότερα επίπεδα ατμοσφαιρικών ρύπων.