Εκατομμύρια γυναίκες δεν ανησυχούν για την πιθανότητα να πάθουν καρδιακή προσβολή, επειδή πιστεύουν ότι αυτό αφορά μόνο τους άνδρες, σύμφωνα με δημοσκόπηση σε 2.000 γυναίκες στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Τα επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι υπάρχουν περισσότερες από 800.000 γυναίκες στο Ηνωμένο Βασίλειο που ζουν με στεφανιαία νόσο, η οποία είναι η κύρια αιτία καρδιακών προσβολών, και περίπου 35.000 γυναίκες γίνονται δεκτές στο νοσοκομείο μετά από καρδιακή προσβολή κάθε χρόνο – κατά μέσο όρο 98 ημερησίως ή τέσσερις ανά ώρα. Παρά ταύτα, τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης έδειξαν ότι μία στις 10 πιστεύουν πως μόνο οι άνδρες πρέπει να ανησυχούν για καρδιακές προσβολές.

Η έρευνα διαπίστωσε ότι μόνο το 87% των γυναικών θα συσχέτιζε τους θωρακικούς πόνους ή την δυσφορία με καρδιακή προσβολή, ενώ μόνο το 57% αναγνώρισε την έντονη και ανεξήγητη εφίδρωση ως πιθανό σύμπτωμα καρδιακής ανακοπής. Πολλές δεν γνώριζαν ότι ο πόνος στην πλάτη και η αδιαθεσία ή η κεφαλαλγία μπορεί να είναι και σήμα καρδιακής προσβολής.

Ο Δρ Ameet Bakhai, σύμβουλος καρδιολόγος στο νοσοκομείο Spire Bushey, δήλωσε ότι «ο κίνδυνος καρδιακής προσβολής αυξάνεται για τις γυναίκες μόλις περάσουν στην εμμηνόπαυση λόγω εν μέρει και της μείωσης των οιστρογόνων. Οι γυναίκες επίσης δεν γνωρίζουν ότι έχουν περισσότερες πιθανότητες να πάθουν καρδιακή προσβολή, αν αυτό είχε συμβεί στον σύντροφό τους, δεδομένου ότι οι σύζυγοι συχνά μοιράζονται τους ίδιους παράγοντες κινδύνου όπως π.χ. το κάπνισμα, η διατροφή ή ο καθιστικός τρόπος ζωής. Επιπλέον, το άγχος που δημιουργεί ο θάνατος του συντρόφου αλλά και η ανησυχία για κάποιον που επέζησε από μια  καρδιακή προσβολή επηρεάζει αρνητικά την σύζυγο και αυξάνει το δικό της κίνδυνο υγείας».

Σχεδόν μία στις πέντε γυναίκες που ερωτήθηκαν είχαν υψηλή αρτηριακή πίεση ενώ άλλες είχαν υψηλά επίπεδα χοληστερόλης, ή ήταν υπέρβαρες. Άλλα ανησυχητικά στοιχεία είναι πως, το 58% των ερωτηθέντων δεν είχαν ιδέα για το πόση ήταν η αρτηριακή τους πίεση, ενώ τα τρία τέταρτα αυτών δεν παρακολουθούσαν τα επίπεδα χοληστερόλης. Από όσες είχαν θωρακικούς πόνους ή είχαν άλλα συμπτώματα, το 58% θεώρησε ότι δεν ήταν κάτι σοβαρό, ενώ το 24% δεν ήθελε να σπαταλήσει τον χρόνο του γιατρού τους.